Labour Park

Podcast

“Labour Park” is a six-episode audio documentary that sheds light on the history of Fertilizer, a story full of battles, defeats and victories, with the city of Drapetsona in Piraeus as a backdrop.

“Labour Park” is a production of Spoovio in collaboration with Lipasmata Park, the Lifelong Learning Centre of Keratsini – Drapetsona, COMM’ON and the Municipality of Keratsini – Drapetsona. It is carried out with the grant of the Ministry of Culture.

Language: Greek
For: Lipasmata Park

Research – Script – Narration: Elli Xypolitaki
Sound Design: Vassilis Vittas

LISTEN ON:

Trailer
Read the full transcription

Η ελληνική πολιτεία χρωστάει, κυριολεκτικά, σε αυτό τον τόπο για αυτό που υπέστη έναν αιώνα και τρεις γενιές κατοίκων της.

Για εμάς ήταν μια ουτοπία το να μπορέσουμε να φτάσουμε τη θάλασσα. Έτσι το βλέπαμε.

«Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή», γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης πίσω στο 1960, ένας στίχος που έμεινε ανεξίτηλος στη συλλογική μνήμη μέσα από τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κρατώ στο νου μου το τραγούδι και ακολουθώ το μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα, στο σημερινό πάρκο των Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα. Στη διαδρομή, συναντώ οικογένειες σε αυτοσχέδια παιδικά πάρτυ ή παρέες να χαζεύουν ξέγνοιαστα τη θάλασσα και αναρωτιέμαι γιατί ο Λειβαδίτης να έγραψε έναν τόσο πονεμένο στίχο. Την προσοχή μου τραβάει απότομα η επιβλητική ασπροκόκκινη καμινάδα και το σιλό, εκεί που κάποτε βρισκόταν το εργοστάσιο των Λιπασμάτων. Καταλαβαίνω ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα ξέγνοιαστα σε αυτή την πόλη. Στα ερείπια των μονάδων του εργοστασίου, κρύβονται οι μνήμες μιας πόλης που γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.

Επεισόδιο 1: Μια Κοινωνία Γεννιέται στις Μάντρες των Εργοστασίων
Read the full transcription

Στο πρώτο επεισόδιο ακούγονται οι:

    • Ελένη Κυραμαργιού: Ιστορικός, Εντεταλμένη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
    • Νίκος Μπελαβίλας: Καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της πόλης, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Επιστημονικός Υπεύθυνος για το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Πολυχώρου Λιπασμάτων Δραπετσώνας

Νίκος Μπελαβίλας: «Έχουμε συνοικισμούς οι οποίοι κυριολεκτικά ακουμπάνε τα εργοστάσια, με χιλιάδες ανθρώπους που κατοικούν εκεί και κάθε πρωί είναι στημένοι για το μεροκάματο, είτε ως εργολαβικοί εργάτες είτε ως μόνιμοι εργάτες των λιπασμάτων που φτάνουν να μετράνε πάνω από 3.000 χέρια εργατικά στη περίοδο της άνθησης τους.»

Ο χώρος των Λιπασμάτων σήμερα δε μοιάζει σε τίποτα με τον παλιό του εαυτό. Πλέον δεν υπάρχουν εργάτες στημένοι στην ουρά για το μεροκάματο, αλλά άνθρωποι που κάνουν βόλτες, αθλούνται ή συμμετέχουν σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το μόνο πράγμα που θυμίζει το παρελθόν, είναι οι τέσσερις εργοστασιακές μονάδες που στέκονται αγέρωχες στο χώρο μαζί με τις προσωπικές αφηγήσεις όσων τα έζησαν. Όμως η ιστορία των Λιπασμάτων, είναι μια ιστορία τόσο παλιά όσο η ιστορία της ίδιας της πόλης και για να κατανοήσουμε το σήμερα, θα πρέπει να πάμε πίσω, στον προηγούμενο αιώνα, τότε που η ίδρυση του εργοστασίου των Λιπασμάτων έχτισε τα θεμέλια ολόκληρης της Δραπετσώνας.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Μεταφερόμαστε στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν η περιοχή που σήμερα βρίσκεται η πόλη της Δραπετσώνας ήταν ένας τόπος έρημος, παρθένος από κάθε λογής ανθρώπινη δραστηριότητα. Συνομιλώ με το Νίκο Μπελαβίλα, Καθηγητή Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και την Ελένη Κυραμαργιού, Ιστορικό και Εντεταλμένη Ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιστορικων Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, οι οποίοι με βάζουν στο κλίμα εκείνης της εποχής.

Νίκος Μπελαβίλας: «Σε μια έρημη άδεια έκταση που ξεκινάει από τον Άγιο Διονύση και φτάνει μέχρι τις άκρες του Ακροκεράμου, λοφώδης, βραχώδης, δίπλα στη θάλασσα, ουσιαστικά στη βόρεια και δυτική είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, δεν υπήρχανε στα τελη του αιώνα παρά ελάχιστα εργαστήρια και λίγες ελάχιστες κατοικίες μαζι με το πορνείο των Βούρλων που ειχε κατασκευαστει εκεί στο τέλος του αιώνα.»

Δίπλα στην αραιοκατοικημένη τότε Δραπετσώνα, μια πόλη αναπτύσσεται μανιωδώς και πολύ γρήγορα μετατρέπεται στο πρώτο μεγάλο λιμάνι της χώρας. Αυτή δεν είναι άλλη από την πόλη του Πειραιά. Πώς συνδέεται η δημιουργία της Δραπετσώνας με τη βιομηχανική ανάπτυξη του Πειραιά και πώς οδηγούμαστε τελικά στην ίδρυση του εργοστασίου Λιπασμάτων;

Ελένη Κυραμαργιού: «Μετά τα τέλη του 19ου αιώνα και την περαιτέρω ανάπτυξη του λιμανιού, αρχίζει να μετατοπίζεται η βιομηχανική περιοχή του Πειραιά, από τη Λεύκα και τα Καμίνια, στο παράκτιο μέτωπο και συγκεκριμένα στους όρμους Φορών και Σφαγείων. Στον ομώνυμο όρμο, δημιουργούνται τα σφαγεία του Πειραιά, τα σφαγεία βρίσκονται στην πραγματικότητα μέσα στο χώρο του Πάρκου Λιπασμάτων σήμερα. Την ίδια περίοδο, αρχίζει σταδιακά και η μετατόπιση της βιομηχανικής ζώνης του Πειραιά προς το παράκτιο μέτωπο, όπου τα πρώτα μικρά ελαιουργεία, σαπωνοποιία και το τσιμεντοποιείο Ζαβογιάννη – Ζαμάνη δημιουργούνται στο παράκτιο αυτό μέτωπο. Παράλληλα με τις βιομηχανικές μονάδες, στην ευρύτερη περιοχή της Δραπετσώνας, τόσο γύρω από το νεκροταφείο και τα πορνεία των Βούρλων όσο και δίπλα, στην άλλη άκρη του συνοικισμού, πλάι στους τοίχους των μεγάλων αυτών εργοστασίων, αρχίζουν να χτίζονται και οι πρώτοι οικιστικοί θύλακες οι οποίοι φιλοξενούν τους εργαζόμενους στις μονάδες αυτές.»

Νίκος Μπελαβίλας: «Στη θάλασσα, το ναυπηγείο Βασιλειάδη που εγκαταστάθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου και την ίδια εποχή άρχισαν να χτίζονται οι μόνιμες κτιστές δεξαμενές κάτω από την Ηετιώνεια. Σε αυτή την πολύ μεγάλη έκταση, ήδη ο Βασιλειάδης, το μεγάλο μηχανουργείο ήταν η πρώτη βιομηχανική εγκατάσταση, δίπλα οι λιμενικές δεξαμενές ήταν η δεύτερη βιομηχανική εγκατάσταση και ακολουθεί η εγκατάσταση του εργοστασίου των λιπασμάτων στην άκρη του ακρωτηρίου της Δραπετσώνας που σταδιακά κατέλαβε την έκταση των 240 στρεμμάτων, ένα τεράστιο μέγεθος για την βιομηχανία της εποχής.»

Νίκος Μπελαβίλας: «Ουσιαστικά το εργοστάσιο των λιπασμάτων της Δραπετσώνας είναι η πρώτη μεγάλης κλίμακας βαριά βιομηχανία που χωροθετείται στον Πειραιά.»

Η σταδιακή εγκατάσταση εργοστασιακών μονάδων στο μέχρι τότε απάτητο έδαφος της Δραπετσώνας, οδηγούν τελικά στην ίδρυση της πρώτης μεγάλης βιομηχανίας στην περιοχή. Στις 25 Απριλίου του 1909, ιδρύεται η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, γνωστή και ως «Λιπάσματα». Ποιοι ήταν οι άνθρωποι πίσω από την ίδρυση και διαμόρφωση του εργοστασίου; Σε ποιους τομείς δραστηριοποιήθηκε η εταιρεία και ποια η ανάπτυξή της μέσα στο χρόνο;

Νίκος Μπελαβίλας: «1909, ιδρύεται η ΑΕΕΧΠΛ. Δύο χρόνια αργότερα έρχεται δίπλα της ακριβώς και εγκαθίσταται μια άλλη, πρωτοποριακή εταιρεία για την εποχή, που είναι η ΑΓΕΤ Ηρακλής. Την εταιρεία των λιπασμάτων, την ΑΓΕΤ Ηρακλής και μια σειρά άλλα εργοστασια χημικής βιομηχανίας επί της οδού Πειραιώς και στην Ελευσίνα τα κατασκευάζει, τα δημιουργούν, σχεδιάζουν μια ομάδα νέων μηχανικών, κυρίως χημικών και πολιτικών μηχανικών, οι οποίοι ήρθανε σπουδαγμένοι από Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, το ΕΤΗ. Είναι αυτός ο περιβόητος Κύκλος ή Όμιλος της Ζυρίχης, όπως λέγεται από τους ιστορικούς, ανθρώπων οι οποίοι πήραν στα χέρια τους τα ηνία, τα εγκαίνια της ελληνικής βιομηχανίας και την μετασχημάτισαν μέσα στην περίοδο του μεσοπολέμου. Νικόλαος Κανελλόπουλος εκ των ιδρυτών και κορυφαίος, Αλέξανδρος Ζαχαρίου, πολιτικός μηχανικός ο οποίος πρωτοστατεί στην εισαγωγή του μπετόν-αρμέ στην Ελλάδα. Η εταιρεία σταδιακά αναπτύσσεται με οξέα, λιπάσματα, και γυαλί για τις φιάλες των οξέων και, σε δεύτερη φάση, φτιάχνεται το μεγάλο υαλουργείο, το οποίο βγάζει και καλλιτεχνήματα από γυαλί και μεγάλους υαλοπίνακες, και πρέπει να είναι το πρώτο υαλουργείο τέτοιου μεγέθους που έχουμε στην Ελλάδα. Ως τότε, τα υαλουργεία ήταν μικρές βιοτεχνίες με ανθρώπους που φυσούσαν το γυαλί, ενώ τώρα πια, υπήρξαν φούρνοι, υπήρξαν μεγάλα μηχανήματα τα οποία παρήγαγαν πλάκες γυαλιού πολύ μεγάλων διαστάσεων. Από ένα σημείο και μετά, κυρίως μετά τον πόλεμο, θα μπει δυναμικά και στον τομέα των μεταλλείων, εκμεταλλευόμενη η εταιρεία των Λιπασμάτων, μεταλλεία σε όλη την Ελλάδα, απ’ την Ερμιόνη, Χίο, έφτασε η χάρη τους μέχρι την Κύπρο.»

Σύντομα, τα Λιπάσματα μετατρέπονται σε ένα πολυδιάστατο βιομηχανικό συγκρότημα που αναπτύσσεται ραγδαία. Ο Κύκλος της Ζυρίχης, με την επιστημονική του γνώση και την έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα που ασκεί στην περιοχή, στήνει από το μηδέν τη βιομηχανική ζώνη της Δραπετσώνας, και προδιαγράφει την ταυτότητα της, μια ταυτότητα, η οποία την ακολουθεί μέχρι και σήμερα. Παράλληλα όμως, τα Λιπάσματα ανοίγουν και ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική βιομηχανία. Ως ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της Β’ βιομηχανικής επανάστασης στην Ελλάδα, η εταιρεία διατηρεί μια φυσιογνωμία πολύ διαφορετική από τις μέχρι τότε βιομηχανικές επιχειρήσεις. Στον τύπο της εποχής, υπερπροβάλλεται η συμβολή της εταιρείας στην εγκαθίδρυση ενός νεωτερικού βιομηχανικού μοντέλου, πρωτόγνωρου για τα ελληνικά δεδομένα.

Ελένη Κυραμαργιού.: «Νομίζω ότι αυτό που φέρνει εκείνη τη στιγμή το εργοστάσιο έχει μια μοναδικότητα σε σχέση με τη σύστασή του, δηλαδή ότι δεν μετέχουν μόνο ιδιώτες, αλλά μπαίνει και το τραπεζικό σύστημα ως μέτοχοι στην ανώνυμη εταιρεία, αποκτούν μετοχές. Ταυτόχρονα, φέρνει μηχανήματα από το εξωτερικό όπως όμως φέρνουν και οι περισσότερες βιομηχανίες εκείνη την περίοδο, και δημιουργεί ένα προϊόν που μέχρι τότε δεν παραγόταν σε τόσο ευρεία κλίμακα, με στόχο να βοηθήσει στην αύξηση της παραγωγής, στην επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων και να αναπτύξει με άλλους όρους τη γεωργία και την παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Κυρίως νομίζω ότι είναι η ανάπτυξη του πληθυσμού, η ανάγκη για την ανάπτυξη της γεωργίας, την παραγωγή περισσότερων γεωργικών προϊόντων και σε συνδυασμό με την κρατική αρωγή, τη βοήθεια, τις επιδοτήσεις, τη μείωση της φορολογίας που πρόσφερε η κυβέρνηση για να μπορέσουν τα Λιπάσματα να γίνουν πιο θελκτικά προς τους αγρότες. Αυτή είναι απ’ τη μια πλευρά η βοήθεια, η αρωγή που πρόσφερε το κράτος στην ίδια την επιχείρηση.»

Ήδη από την ίδρυσή τους, τα Λιπάσματα απολάμβαναν τη στήριξη του κράτους και των τραπεζών, ένα πρωτοφανές φαινόμενο για την εποχή, που όμως δε συνέβη τυχαία. Λίγα χρόνια πριν, είχε αρχίσει να προωθείται η σημασία της χημικής λίπανσης για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής, η οποία θα αντικαθιστούσε τη χρονοβόρα μέθοδο της αγρανάπαυσης που χρησιμοποιούσαν τότε οι γεωργοί. Παράλληλα, πολλοί ειδικοί στον κλάδο της χημείας τόνιζαν ότι η Ελλάδα διαθέτει άφθονες πρώτες ύλες για τη βιομηχανική παραγωγή λιπασμάτων, οι οποίες ωστόσο παρέμεναν ανεκμετάλλευτες. Σε αυτό το σκηνικό, ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, μαζί με τον υπόλοιπο Κύκλο της Ζυρίχης, αρπάζουν την ευκαιρία και στήνουν την πρώτη βιομηχανία παραγωγής χημικών λιπασμάτων στην Ελλάδα, δημιουργώντας μια νέα αγορά στην εγχώρια γεωργία. Ο μονοπωλιακός χαρακτήρας του εργοστασίου, σε συνδυασμό με τις ανάγκες της εποχής για αύξηση της αγροτικής παραγωγής, προσελκύει τους τραπεζικούς οργανισμούς και δημιουργεί ένα σημαντικό μοχλό πίεσης προς το κράτος, διεκδικώντας την αμέριστη στήριξή του. Με τραπεζικές και κρατικές πλάτες, και ένα μονοπώλιο που διήρκησε για περίπου μισό αιώνα, ήταν αναπόφευκτο ότι το εργοστάσιο Λιπασμάτων θα αποτελούσε τον σημαντικότερο εργοδότη της περιοχής.

Η γρήγορη ανάπτυξη του εργοστασίου συνέπεσε με μια ιστορική συγκυρία που θα άλλαζε ριζικά τα δεδομένα της περιοχής. Μετά την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του ‘19-’22 και τη Μικρασιατική Καταστροφή, καταφθάνουν στο λιμάνι του Πειραιά χιλιάδες πρόσφυγες αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Στην ευρύτερη περιοχή, υπάρχουν ήδη, από τις αρχές του αιώνα, γειτονιές προσφύγων κυρίως από τον Εύξεινο Πόντο, όμως η Μικρασιατική Καταστροφή φέρνει στη Δραπετσώνα ένα τεράστιο αριθμό προσφύγων και, όπως είναι μάλλον προφανές, και έναν τεράστιο αριθμό εργατών.

Ελένη Κυραμαργιού: «Η ανάπτυξη αυτή της εταιρείας συνέπεσε με την άφιξη των προσφύγων. Οπότε η κατοίκηση της Δραπετσώνας είναι σαν να συνυπήρχε με την ανάπτυξη της εταιρείας και να ακολουθήθηκαν, κάπως, παράλληλες πορείες και αλληλοεξαρτώμενες.»

Νίκος Μπελαβίλας: «Ήδη από το 1906-1907 έχουμε τις πρώτες ροές προσφύγων από τον Εύξεινο Πόντο κυρίως. Είμαστε πολλά χρόνια πριν από την καταστροφή της Σμύρνης. Αρμένιοι και Μαυροθαλασσίτες της Βουλγαρίας, των ακτών της Βουλγαρίας και Ρουμανίας, κατεβαίνουν μέσα στα πλαίσια των εθνοκαθάρσεων των Βαλκανίων που προκάλεσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, μέσα στα πλαίσια της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατεβαίνουν στον Πειραιά και τότε εντοπίζονται, στήνονται οι πρώτες παράγκες στην ακτή του Αγίου Διονυσίου. Φαίνεται ότι αυτή η πρώτη ροή γεννάει δύο γειτονιές. Η μία είναι η Δραπετσώνα και η άλλη είναι η Αρμένικη κοινότητα της Παλιάς Κοκκινιάς.

Καθώς πλησιάζουμε προς το ‘22, οι ροές των προσφύγων πληθαίνουν όλο και περισσότερο. Χιλιάδες πρόσφυγες αποβιβάζονται στο λιμάνι και αναζητούν πρόχειρο τόπο κατοίκησης δίπλα στη θάλασσα. Το ‘22 το κύμα είναι τεράστιο και φτάνουμε εντέλει το 1928 στο νούμερο του 1.200.000 κατοίκων εκ των οποίων η μεγάλη πλειοψηφία πέρασε από το λιμάνι του Πειραιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Δραπετσώνα να γεμίσει με πρόσφυγες, να πλημμυρίσει με πρόσφυγες και σε αντίθεση με τις άλλες προσφυγικές συνοικίες του Πειραιά και της Αθήνας, όπως στην Κοκκινιά, στην Καισαριανή και στο Δουργούτι, στη Δραπετσώνα δεν έχουμε μεγάλης έκτασης οργανωμένη δόμηση, όπως έχουμε στα γερμανικά της Κοκκινιάς ή στις πολυκατοικίες αργότερα. Στη Δραπετσώνα έχουμε έναν τεράστιο αυθαίρετο οικισμό, έναν τεράστιο οικισμό ανθρώπων οι οποίοι καταπάτησαν ή αγόρασαν από κτηματίες της περιοχής μικρά οικοπεδάκια και κατασκεύασαν αυτοσχέδιες παράγκες. Στην περιοχή των Λιπασμάτων και του τσιμεντάδικου, εντέλει ο παραγκομαχαλάς της Δραπετσώνας έρχεται και ακουμπάει πάνω στις μάντρες των εργοστασίων. Έχουμε συνοικισμούς οι οποίοι κυριολεκτικά ακουμπάνε τα εργοστάσια, με χιλιάδες ανθρώπους που κατοικούν εκεί και κάθε πρωί είναι στημένοι για το μεροκάματο, είτε ως εργολαβικοί εργάτες είτε ως μόνιμοι εργάτες των λιπασμάτων που φτάνουν να μετράνε πάνω από 3.000 χέρια εργατικά στη περίοδο της άνθησής τους.»

Η παραγωγή του εργοστασίου κινείται χωρίς σταματημό. Τα φθηνά εργατικά χέρια των προσφύγων γίνονται περιζήτητα και μέσα σε μια δεκαετία, η ως τότε αραιοκατοικημένη Δραπετσώνα, μεταμορφώνεται σε μια τεράστια παραγκούπολη προσφυγικών οικογενειών, μια από τις μεγαλύτερες σε όλη την Αττική. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι τους δουλεύουν στα Λιπάσματα και, κάπως έτσι, δίπλα από τους καπνούς των φουγάρων του εργοστασίου η κοινωνία της Δραπετσώνας παίρνει, για πρώτη φορά, μορφή.

Ελένη Κυραμαργιού: «Ήτανε μια σχέση ανοχής, από το κράτος προς τους πρόσφυγες και αντίστροφα, η ύπαρξη αυτής της παραγκούπολης. Εννοώ δηλαδή ότι το κράτος επέτρεψε την καταπάτηση της γης, το χτίσιμο των αυτοσχέδιων αυτών παραπηγμάτων, κυρίως γιατί τα εργοστάσια της ευρύτερης περιοχής πρόσφεραν δουλειά, προσωρινή ή μονιμότερη στους πρόσφυγες και αντίστοιχα οι πρόσφυγες, κυρίως λόγω του ότι μπορούσαν στη συγκεκριμένη περιοχή να εξασφαλίσουν εργασία στις βιομηχανικές αυτές μονάδες, δεν διαμαρτύρονταν τόσο έντονα για τις συνθήκες ζωής τους. Υπήρχε μια ισορροπία. Το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν ένας βασικός ρυθμιστής, κατά τη γνώμη μου, αυτής της ισορροπίας γιατί πρόσφερε εργασία στους προσφυγικούς αυτούς πληθυσμούς. Σε κακές, πολλές φορές, συνθήκες, σε ένα ανθυγιεινό και σκληρό περιβάλλον, αλλά που η ύπαρξη εργασίας εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ πιο σημαντική και καίρια για την επιβίωση των ανθρώπων από τις συνθήκες.»

Η βιομηχανική ανάπτυξη του Πειραιά φέρνει στο παρθένο έδαφος της Δραπετσώνας ένα εργοστάσιο που έμελλε να γίνει η ναυαρχίδα της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα. Μέσα από την καινοτομία και τις ευνοϊκές οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων χαράζει το λαμπρό του μέλλον, ένα μέλλον που χτίζεται πάνω στις πλάτες των χιλιάδων προσφύγων από την Μικρά Ασία που καταφθάνουν στην περιοχή. Δίπλα στις ακτές της Δραπετσώνας, η παραγωγή ανθίζει, οι μηχανές δουλεύουν μανιωδώς, και μέσα από την ανάγκη για επιβίωση και τον μόχθο των προσφύγων, μια κοινωνία γεννιέται στις μάντρες των εργοστασίων.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό ήταν το πρώτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple Podcasts ή σε όποια άλλη πλατφόρμα προτιμάτε.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.


Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας, Έλλη Ξυπολιτάκη

Επεισόδιο 2: Ένας Σύνδεσμος από το Παρελθόν
Read the full transcription

Στο δεύτερο επεισόδιο ακούγονται οι:

  • Στέλλα Αφεντάκη: Κάτοικος του εργατικού οικισμού του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: Κάτοικος του εργατικού οικισμού του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Ελένη Κυραμαργιού: Ιστορικός, Εντεταλμένη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
  • Νίκος Μπελαβίλας: Καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της πόλης, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Επιστημονικός Υπεύθυνος για το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Πολυχώρου Λιπασμάτων Δραπετσώνας

Στέλλα Αφεντάκη: «Είχαμε και δικό μας γήπεδο, δικό μας σχολείο, δικό μας γιατρό, τα πάντα ήτανε των Λιπασμάτων.»

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Οι συνθήκες εκεί και οι συνθήκες που υπήρχαν στη Δραπετσώνα, όντως ήταν σαν να ήσουνα στο Κολωνάκι.»

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η κοινωνία της Δραπετσώνας στήνεται από το μηδέν, αποτελώντας ένα καταφύγιο για τους πρόσφυγες που καταφθάνουν μαζικά από τον Εύξεινο Πόντο και τη Μικρά Ασία. Η παρουσία του εργοστασίου των Λιπασμάτων είναι καθοριστική για την εξέλιξη της περιοχής, και, πολύ γρήγορα, γίνεται συνώνυμο της ίδιας της πόλης.

Ο εκκωφαντικός ήχος της σειρήνας του εργοστασίου μαρτυρά την αλλαγή της βάρδιας και χιλιάδες εργάτες στοιβάζονται στις πύλες του για το μεροκάματο. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στις προσφυγικές παραγκουπόλεις που δημιουργήθηκαν άναρχα γύρω από τις μάντρες του εργοστασίου, και δεν διέθεταν ούτε τα στοιχειώδη, όπως τρεχούμενο νερό, αποχέτευση, και δρόμους. Τα πράγματα όμως δεν ήταν για όλους το ίδιο. Μέσα στις εγκαταστάσεις του βιομηχανικού συγκροτήματος των Λιπασμάτων, αναδύεται ένας εργατικός οικισμός, έτοιμος να φιλοξενήσει τα ανώτερα στελέχη και το εξειδικευμένο προσωπικό του εργοστασίου με τις οικογένειές τους. Γι’ αυτούς, η ζωή έφερε σίγουρα, μια καλύτερη ζαριά.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.

Μία από τις μεγαλύτερες μονάδες του εργοστασίου των Λιπασμάτων ήταν το Υαλουργείο, το κτίριο του οποίου διασώζεται μέχρι και σήμερα. Η παραγωγή του ξεκίνησε για να καλύψει τις ανάγκες αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων σε γυάλινες φιάλες, όμως, πολύ γρήγορα, η διεύθυνση της εταιρείας έπρεπε να δώσει λύση σε ένα σημαντικό πρόβλημα. Εκείνη την εποχή, πολλά από τα προϊόντα του υαλουργείου δημιουργούνταν με την τεχνική του φυσητού γυαλιού, η οποία απαιτούσε μακρόχρονη εκπαίδευση και εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους για την υγεία των εργαζομένων. Ήταν μια δουλειά που απαιτούσε “γερά πνευμόνια” και για πολλούς δεν άξιζε το ρίσκο. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένα ισχυρό κίνητρο, ώστε η εταιρεία να προσελκύσει τους εξειδικευμένους τεχνίτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό και να τους κάνει να παραμείνουν στο εργοστάσιο. Η διοίκηση αποφασίζει, το 1913, την κατασκευή του εργατικού οικισμού των Λιπασμάτων, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «οικήματα».

Τα οικήματα ολοκληρώθηκαν σταδιακά, μέσα σε λίγα χρόνια, και περιλάμβαναν κατοικίες διαφορετικού τύπου, οι οποίες δίνονταν στους εργαζομένους ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία της εταιρείας. Τα ανώτερα στελέχη, οι εξειδικευμένοι τεχνίτες, και οι υπάλληλοι ήταν εκείνοι που έπαιρναν το “χρυσό εισιτήριο” για να ζήσουν στα οικήματα μαζί με τις οικογένειές τους. Πώς ήταν όμως η ζωή μέσα στον εργατικό οικισμό των Λιπασμάτων; Συνομιλώ με τη Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου, κόρη ενός τεχνίτη του υαλουργείου, η οποία μεγάλωσε στα οικήματα τη δεκαετία του ‘50, και της ζητώ να μου περιγράψει τη ζωή της εκεί.

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Πήγα στα Λιπάσματα όταν ήμουν 5 χρονών, δηλαδή το ‘55. Είχε πάρα πολύ ωραία ρυμοτομία, σαν ένα μικρό χωριό, δεν ήτανε πλατείες, αλλά ήτανε χώροι που είχανε δέντρα και κόβανε λοιπόν, δεν ήταν ένας ξερός τόπος που είχαν φυτέψει τα σπίτια, να το πω έτσι. Αλλά, ενδιάμεσα είχε χώρους που είχανε δέντρα. Σε αυτούς τους χώρους παίζανε τα παιδιά, σαν αλάνες. Μέσα στις παροχές που δίνανε ήτανε, εκτός από το σπίτι που δεν πλήρωνες ενοίκιο, είχες παροχή ρεύματος και νερού τελείως δωρεάν. Εκείνη την εποχή λοιπόν, που ο κόσμος, κακά τα ψέματα, πεινούσε, το ‘60, ‘58, εμείς οι καλομαθημένοι είχαμε ηλεκτρικές σόμπες για να ζεσταινόμαστε. Τους λέω εγώ έχω μεγαλώσει στο Κολωνάκι.

Τη δική της εμπειρία μου αφηγείται και η Στέλλα Αφεντάκη, κόρη ενός ανώτερου στελέχους του εργοστασίου, η οποία έμενε στα οικήματα τη δεκαετία του ‘40 και του ‘50, και πέρασε εκεί όλη τη παιδική και εφηβική της ηλικία.

Στέλλα Αφεντάκη: «Πολλές φορές γινόταν κατάχρηση, και το συζητούσαμε στο σπίτι. Ακόμα και τη μέρα τα φώτα ήταν αναμμένα, επειδή δεν τα πληρώναμε. Όταν σβήναμε τα φώτα το βράδυ, τα μπουριά γινόντουσαν κόκκινα, τόση ζέστη είχαμε. Ποτέ μου δεν διαμαρτυρήθηκα ότι δεν είμαι ευχαριστημένη γι’ αυτό και γι’ αυτό το λόγο.»

Πέρα από το προνόμιο της δωρεάν ή εξαιρετικά φθηνής στέγασης, η διοίκηση του εργοστασίου παρείχε στους κατοίκους των οικημάτων μια σειρά από υπηρεσίες όπως περίθαλψη, συσσίτιο, λουτρά, και ψυχαγωγία, ενώ διέθετε και συνεταιρισμό όπου οι εργάτες μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα σε χαμηλότερες τιμές. Σε αυτό το «δελεαστικό» πακέτο παροχών, καθοριστικός ήταν ο ρόλος του σχολείου, στον οποίο η διεύθυνση του εργοστασίου φαίνεται να έδινε ιδιαίτερη σημασία.

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Υπήρχε το σχολείο, που κι αυτό ήταν αποκλειστικά για παιδιά εργαζομένων, και ιδιαίτερα αυτών που μένανε μέσα στον οικισμό. Το σχολείο, η σφραγίδα του ήταν ιδιωτικό, έλεγε Ιδιωτικό Σχολείο Εταιρείας Λιπασμάτων. Εκεί εγώ πήγα σχολείο, όλο το δημοτικό. Η προσφορά που κάνανε οι δασκάλες εκεί ήταν εξαιρετική, το επίπεδο γνώσεων που δίνανε δεν μπορώ να το συγκρίνω με κάτι, ούτε το καλύτερο ιδιωτικό της εποχής δεν το ‘κανε αυτό. Από εκεί, όσοι περάσανε, οι περισσότεροι βγήκαν επιστήμονες. Την 28η Οκτωβρίου κάνανε σκετς, τα λέγανε, και ποιήματα που αναφέρονταν στα γεγονότα και κάνανε και βράβευση των καλών μαθητών. Ερχόταν όμως ο διευθυντής από το εργοστάσιο, παρακολουθούσε τη γιορτή και τα βραβεία τα έδινε αυτός.»

Οι προσωπικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν στα οικήματα σκιαγραφούν μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική από εκείνη των αυτοσχέδιων παραγκουπόλεων που ζούσαν οι πρόσφυγες εργάτες. Οι υποδομές και παροχές των οικημάτων προσέφεραν μια ποιότητα ζωής πολύ καλύτερη από του μέσου εργαζόμενου εκείνη την περίοδο, όχι μόνο στη Δραπετσώνα, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, γεγονός που έκανε πιο θελκτική τη δουλειά στη συγκεκριμένη βιομηχανική μονάδα.

Η ύπαρξη των οικημάτων ήταν ιδιαίτερα ελκυστική για τα τότε σημεία των καιρών, όμως η επινόησή τους δεν ήταν στρωμένη με καλές προθέσεις. Η παροχή στέγης και ο τρόπος με τον οποίο προβαλλόταν η κοινωνική πολιτική της εταιρείας στον τύπο, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η απόδειξη της πατερναλιστικής λογικής που υιοθέτησαν οι ιδρυτές των Λιπασμάτων. Η εταιρεία κατάφερνε να έχει τον έλεγχο σε κάθε πλευρά της ζωής των εργαζομένων της, με αποτέλεσμα να ζουν και να υπάρχουν μόνο με τους όρους που έθετε αυτή.

Το ημερολόγιο δείχνει 6 Απριλίου του 1941, όταν το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα. Σχεδόν ακαριαία, το λιμάνι και η βιομηχανική ζώνη του Πειραιά βρίσκονται στο στόχαστρο των επιθέσεων και η Δραπετσώνα έρχεται αντιμέτωπη με τη βαναυσότητα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Νίκος Μπελαβίλας, καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της πόλης και η ιστορικός, Ελένη Κυραμαργιού, μου εξηγούν τα γεγονότα.

Νίκος Μπελαβίλας: «Κατα τη διάρκεια της κατοχής, τα Λιπάσματα λειτουργούν για λογαριασμό του γερμανικού στρατού, της γερμανικής πολεμικής μηχανής, υπάρχουν συγκρούσεις μες στο εργοστάσιο, υπάρχουν μπλόκα στο εργοστάσιο και συλλήψεις εργατών οι οποίοι οδηγούνται στη Γερμανία κρατούμενοι. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το συγκρότημα παθαίνει μεγάλες καταστροφές από τους βομβαρδισμούς που ξεκινάνε απ’ το 1941 και τελειώνουν το 1944. Αλλά βρίσκεται μέσα στη δίνη του πολέμου και κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, το Δεκέμβρη του ‘44, τα Λιπάσματα βρίσκονται ακριβώς στο μέτωπο σύγκρουσης των Άγγλων με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, το μέτωπο αυτό είναι η 25ης Μαρτίου, η σημερινή, δηλαδή ο ταινιόδρομος, ο εναέριος, μάλλον, σιδηρόδρομος βαγονέτων που κατέβαζε τα αδρανή από τα νταμάρια του Σελεπίτσαρι μέχρι το τσιμεντάδικο και φτάνανε ως την άκρη των Λιπασμάτων.»

Ελένη Κυραμαργιού: «Υπήρξαν κινητοποιήσεις των εργαζομένων, ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο Νίκανδρος Κεπέσης ήταν εργαζόμενος της εταιρείας, δημιουργήθηκαν μικροί πυρήνες αντίστασης στο προσωπικό του εργοστασίου. Ο συνοικισμός της Δραπετσώνας τώρα, λόγω κυρίως της εγγύτητας του με το λιμάνι του Πειραιά, επλήγη από όλους τους βομβαρδισμούς που έπληξαν το λιμάνι και κυρίως δημιουργούσε μια διαρκή αίσθηση φόβου και αβεβαιότητας, πολύ μεγαλύτερης απ’ ότι είχαν οι κάτοικοι των υπόλοιπων προσφυγικών γειτονιών του Πειραιά.»

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων θεωρείται εν δυνάμει πολεμική βιομηχανία και γίνεται στόχος τόσο από τις δυνάμεις του Άξονα όσο και από τους συμμάχους. Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις βομβαρδίζονται χωρίς σταματημό και πολλοί κάτοικοι των οικημάτων εγκαταλείπουν τις κατοικίες και καταφεύγουν στην ύπαιθρο ή σε άλλες περιοχές της Αθήνας. Κάποιες οικογένειες όμως, έμειναν πίσω. Η Στέλλα Αφεντάκη μου περιγράφει την κατάσταση όπως τη βίωσε η ίδια, ως μικρό παιδί, μέσα στον εργατικό οικισμό των Λιπασμάτων.

Στέλλα Αφεντάκη: «Όταν σφύραγε η σειρήνα, βράδυ ήτανε, πρωί ήτανε, άλλοι δουλεύανε, άλλοι ήταν στα σπίτια τους, άλλοι κοιμόντουσαν, άλλοι πλενόντουσαν, έπρεπε να τα παρατήσεις όλα όπως ήτανε και να τρέξεις στο καταφύγιο. Πόσες φορές πήγαμε στο καταφύγιο με σαπουνάδες στο κεφάλι. Εμένα από το τρέξιμο, το βράδυ, μου φεύγαν τα παπούτσια, και μετά, γιατί η μάνα μου, ήμουνα πολύ μικρούλα, και με τράβαγε να τρέξω, γιατί δεν μπορούσα, ήμουνα μικρούλα. Και μετά τη λήξη του συναγερμού τα ψάχναμε τα παπούτσια μου. Καταλαβαίνεις τι φόβος, τι τρόμος και τι ταλαιπωρία τραβάγαμε.»

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να έληξε με πολλαπλά χτυπήματα για τον άμαχο πληθυσμό της περιοχής, όμως οι προκλήσεις για τους κατοίκους της Δραπετσώνας δεν σταμάτησαν το ‘44. Ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς που ήρθαν αντιμέτωποι οι άνθρωποι του τόπου, ήταν η περιβαλλοντική ρύπανση, που έκανε ασφυκτική την ατμόσφαιρα της περιοχής για πολλές δεκαετίες. Τον Οκτώβριο του ‘46, ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης αγοράζει την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας των Λιπασμάτων και το εργοστάσιο δουλεύει μανιωδώς, αφήνοντας το αποτύπωμα του στον αέρα και τη θάλασσα της Δραπετσώνας.

Στην περιοχή λειτουργούν ήδη το τσιμεντάδικο της ΑΓΕΤ Ηρακλής και τα διυλιστήρια της αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας Standard Oil, γνωστής σήμερα ως ExxonMobil, τα οποία συμβάλλουν με τη σειρά τους στην άνευ προηγουμένου περιβαλλοντική καταστροφή.

Είτε στα λασπωμένα παραπήγματα των παραγκουπόλεων, είτε μέσα στη “χλιδή” των οικημάτων, η μόλυνση φαίνεται, πως δεν έκανε διακρίσεις. Η Στέλλα και η Γεωργία μου αφηγούνται τις αναμνήσεις τους από εκείνη την εποχή.

Στέλλα Αφεντάκη: «Έχω πάρει μια φωτογραφία που είναι δεξιά το Ινστιτούτο, αριστερά είναι τα τσιμέντα Ηρακλής, από το μπαλκόνι μου, ήταν διώροφα, εμείς ήμασταν στα διώροφα. Καθόμασταν στο μπαλκόνι, καλοκαίρι τώρα, να πάρουμε λίγο αέρα και κάναμε τη ποδιά μας έτσι και γέμιζε η χούφτα μας τσιμέντο.»

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Τα αέρια που βγάζανε, δεν μπορούσες να σταθείς από τη μυρωδιά, σε έκαιγε. Το λέγανε οξύ, αν φυσούσε δηλαδή, δεν φυσούσε προς τη θάλασσα και φυσούσε προς τον οικισμό, πνιγόσουνα. Πέρα ότι πνιγόσουνα, να σκεφτείς πόσο τοξικό ήτανε, που καταστρέφανε τα ρούχα. Γιατί απλώνανε σε σκοινιά, έξω, τα ρούχα τα βαμβακερά, γινόντουσαν τρύπες τρύπες. Και όταν αρχίσανε να βγαίνουν οι νάυλον κάλτσες, γιατί τα καλσόν βγήκαν αργότερα, οι κάλτσες οι νάυλον που φορούσαν οι γυναίκες, τις απλώνανε και όταν φυσούσε έτσι, τις μαζεύανε και πηγαίνανε να τις φορέσουν και διαλυόταν η κάλτσα φρουτ, έφευγε όλη. Εμείς ήμασταν στη μέση, ανάλογα πώς φυσούσε, ή ερχόταν από το τσιμεντάδικο ή ερχότανε από τα Λιπάσματα.»

Στέλλα Αφεντάκη: «Η ατμόσφαιρα ήτανε η πλέον ανθυγιεινή, εμάς ίσως μας έσωζε το ότι το καλοκαίρι, 3 μήνες, εγώ και η μαμά μου δηλαδή, γιατί ο πατέρας μου δούλευε και ερχότανε 2-3 φορές τη βδομάδα στην εξοχή, μας έσωζε το ότι παραθερίζαμε, ας πούμε, και αναπνέαμε καθαρό αέρα. Οι περισσότεροι φύγανε άρρωστοι, με κακές αρρώστιες δηλαδή.»

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της ιστορίας της, η Δραπετσώνα προδιαγράφει μια δύσκολη ζωή για τους ανθρώπους της. Άλλοτε στη δίνη του πολέμου, και άλλοτε μπροστά στην περιβαλλοντική καταστροφή, κάτοικοι και εργαζόμενοι έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι με τη σκληρή αλήθεια της πραγματικότητάς τους. Για να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες, συσπειρώνονται και μέσα στα οικήματα του εργοστασίου των Λιπασμάτων δημιουργείται μια κοινότητα ανθρώπων, πρόθυμων να αντιμετωπίσουν συλλογικά όσα βρεθούν στο διάβα τους.

Στέλλα Αφεντάκη: «Όλοι εκεί στα Λιπάσματα ήμασταν μια οικογένεια. Η ζωή μας, ήξερε ο καθένας τι μαγειρεύει ο διπλανός, τι πρόβλημα έχει, γιατί, σας είπα, ήμασταν μια οικογένεια, η μια εμπιστευόταν την άλλη. Να φανταστείς ότι ύστερα από τόσα παιδιά που ήμασταν, κορίτσια, αγόρια, κάνα δυο παντρευτήκανε μεταξύ τους εκεί, δηλαδή έβλεπε ο ένας πραγματικά ότι ήταν αδερφός, ότι ήταν συγγενής. Τώρα με τα εγγόνια, με τα παιδιά, άμα βλεπόμαστε, αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε. Όταν κάνει πολύ καιρό η μια να δει την άλλη, “Τι έγινες βρε παιδί μου ανησύχησα, τι έγινες, γιατί δεν ήρθες, γιατί αυτό;” Πονάει ο ένας τον άλλον.»

Οι ισχυροί δεσμοί που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους κατοίκους των οικημάτων, δεν έμειναν κλεισμένοι μέσα στις πύλες του εργοστασίου. Παρά τα προνόμια και τις ανέσεις που απολάμβαναν, δεν ήταν λίγες οι οικογένειες εργαζομένων που στάθηκαν σύμμαχοι σε όσους πάλευαν με τις αντιξοότητες της εποχής, μακριά από το προστατευτικό περιβάλλον των οικημάτων.

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Υπήρχε πολύ καλό κλίμα αλληλεγγύης όμως. Δηλαδή, ο ένας βοηθούσε τον άλλον σε μια στραβή, σε κάτι που κάποιος αρρώσταινε ή κάτι γινότανε, όλοι συμπαραστεκόντουσαν, δεν ήτανε αυτό που δεν ξέρεις τι γίνεται δίπλα σου. Εκεί όλοι είχαν αυτή την αλληλεγγύη μεταξύ τους. Μαζεύανε, οι γυναίκες το κάναν αυτό πιο πολύ, η μια έφερνε, ό,τι είχανε, ένα κιλό ζάχαρη, η άλλη ένα πακέτο μακαρόνια, η άλλη γάλα, η άλλη μπουρ μπουρ, ό,τι μπορούσε η καθεμιά, τέλος πάντων, τα φέρνανε, τα μαζεύανε σε κάτι τσάντες. Ξέρανε ποια σπίτια ήταν αυτά που χρειαζόντουσαν βοήθεια, όχι στα Λιπάσματα, στα Λιπάσματα, μέσα στα οικήματα, δεν υπήρχε τέτοιο θέμα, αυτοί ήταν άνθρωποι που δεν δουλεύανε, εκτός. Και συνήθως όταν βράδιαζε, φεύγανε, πηγαίνανε εκεί που θα πηγαίνανε, τα αφήνανε έξω από την πόρτα, χτυπάγανε την πόρτα και εξαφανιζόντουσαν για να μην δούνε ποιος τα πάει. Γιατί ήτανε γνωστοί άνθρωποι και θα αισθανόντουσαν άσχημα. Γενικά ήταν σαν μια αδελφοποίηση. Μέχρι τώρα, αν συναντηθούμε άνθρωποι που ήμασταν από εκεί, βλέπεις ότι υπάρχει ένα δέσιμο, το θυμούνται μέσα τους, τώρα είμαστε λίγοι βέβαια.»

Από την πρώτη δεκαετία της ανάπτυξής της, η εταιρεία των Λιπασμάτων ακολουθεί ευλαβικά το νεωτερικό μοντέλο των αμερικανικών και ευρωπαϊκών βιομηχανιών. Η ίδρυση των οικημάτων είναι το δέλεαρ της εργοδοσίας για να φέρει και να κρατήσει κοντά της τους εξειδικευμένους τεχνίτες, όμως, στην πορεία, αποδείχθηκε κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι κακουχίες, και η περιβαλλοντική καταστροφή, μπορεί να είναι πληγές στη συλλογική μνήμη, αλλά καθώς ξεμπλέκω το νήμα της ιστορίας αυτού του τόπου, καταλαβαίνω πως οι άνθρωποι της Δραπετσώνας έμαθαν, από πολύ νωρίς, να μάχονται μαζί.

Αυτό ήταν το δεύτερο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.


Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας

Επεισόδιο 3: Δουλεύοντας στα Λιπάσματα
Read the full transcription

Στο τρίτο επεισόδιο ακούγονται οι:

  • Χρήστος Βλαβιανός: Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Πρώην Εργαζομένων των Λιπασμάτων και πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Εργαζομένων στα Λιπάσματα
  • Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: Κάτοικος του εργατικού οικισμού του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Μπάμπης Αργυρόπουλος: Πρώην εργαζόμενος του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Θανάσης Αξυπόλητος:Πρώην εργαζόμενος του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Μανώλης Βελονάκης: Γιατρός Εργασίας στο εργοστάσιο των λιπασμάτων

«Όποιος έμπαινε για δουλειά, έστω και για λίγο, έλεγες θα πάω και θα φύγω, θα καθίσω για λίγο, δεν ξανάφευγε γιατί ήταν καλό το χρηματικό ποσό που σου έδινε και καμία σχέση με την αγορά εργασίας.»

Μέσα από την αναδρομή στην ιστορία του τόπου, έχω αρχίσει να αφουγκράζομαι τις δυσκολίες, τις συγκρούσεις, τις νίκες που ίσως δεν φαίνονται πια με γυμνό μάτι, αλλά ζουν και αναπνέουν στο χώμα και τον αέρα του. Η ίδρυση της Εταιρείας των Λιπασμάτων στην περιοχή και η προσφυγιά του `22, λίγα χρόνια αργότερα, σηματοδοτούν τη δημιουργία μιας εργατούπολης δύο ταχυτήτων, που παλλόταν ανάμεσα στις άναρχες παραγκουπόλεις και τις προνομιούχες εργατικές κατοικίες. Υπήρχε όμως κάτι που συνέδεε αυτούς τους δύο κόσμους. Η εργασιακή πραγματικότητα μέσα στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.

Στα 90 χρόνια λειτουργίας του, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν ο μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής. Χιλιάδες άνθρωποι από τη Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, τον Πειραιά, περνούσαν καθημερινά το κατώφλι του εργοστασίου για ένα μεροκάματο. Ένας από αυτούς, είναι και ο Μπάμπης Αργυρόπουλος, ο οποίος δούλευε στο εργοστάσιο για σχεδόν είκοσι χρόνια. Τον συναντώ σε ένα μικρό ισόγειο γραφείο στην οδό Αγωνιστών Πολυτεχνείου στη Δραπετσώνα, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο Σύλλογος Πρώην Εργαζομένων των Λιπασμάτων.

Μπάμπης Αργυρόπουλος: «Δούλεψα στην εταιρεία από το 1979 μέχρι το 1999, σαν μαθητευόμενος ηλεκτρολόγος, βοηθός ηλεκτρολόγου, και μετά χειριστής μηχανημάτων στις γερανογέφυρες που είχε η εταιρεία. Εγώ σαν ηλεκτρολόγος έμαθα πολλά πράγματα από ‘κει μέσα, ήτανε σαν να πήγαινα σε ένα σχολείο, και οι μαστόροι καλοί ήτανε και σε βοηθούσανε, δηλαδή ήταν σαν να πήγαινα σε ένα τεχνικό σχολείο. Ό,τι και να ήθελες, σε βοηθούσανε να το μάθεις εκεί μέσα. Η εταιρεία ήταν πάρα πολύ καλή για εκείνη την εποχή. Χριστούγεννα και Πάσχα έδινε δώρα στα παιδιά και αρνιά και διάφορα πράγματα, ό,τι ήτανε, παιχνίδια που ήταν όσοι είχανε παιδιά. Όταν μπήκα μέσα, είχε μαγειρεία για 2 χρόνια, μετά τα κλείσανε, είχανε πει ότι αυτά θα τα βάλουνε στο μισθό. Είχε ο κόσμος να φάει, δηλαδή μπορούσα εγώ, έβαζα την κάρτα μου θυμάμαι, και μου κρατάγανε 3 δεκάρες, τότε, για να φάω φαγητό, σαν εργαζόμενος που ήμουνα. Ντάξει, πιστεύω ότι ήταν μια καλή εταιρεία, για εκείνη την εποχή, απ’ τις καλύτερες εταιρείες πιστεύω.»

Καθώς συζητάμε με το Μπάμπη τα του παρελθόντος, ακούω κάποιον να χτυπάει την πόρτα του γραφείου. Είναι ο Χρήστος Βλαβιανός, αντιπρόεδρος του Συλλόγου, και πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Εργαζομένων στα Λιπάσματα. Ανταλλάσουν δύο πειράγματα, και χωρίς ανάγκη για πολλές συστάσεις, ο Χρήστος μας κάνει παρέα στην κουβέντα.

Χρήστος Βλαβιανός: «Δούλεψα στα Λιπάσματα από το 1974 μέχρι κοντά 2000. Εγώ τελείωσα μια σχολή εργοδηγών χημικών στον Πειραιά. Όταν τελείωσα, μου έδωσαν απ’ τη γραμματεία να πάω στην Colgate, στην Ελαΐδα, μου δώσαν διάφορες εταιρείες και τελικά διάλεξα τα Λιπάσματα. Όποιος έμπαινε για δουλειά, έστω και για λίγο, έλεγες θα πάω και θα φύγω, θα καθίσω για λίγο, δεν ξανάφευγε γιατί ήταν καλό το χρηματικό ποσό που σου έδινε και καμία σχέση με την αγορά εργασίας. Ήταν λίγο πιο σκληρά απ’ ότι σε άλλες βιομηχανίες. Είχε, σαν δουλειά, είχε και πολλές ευθύνες. Βέβαια ήσουν στο 8ωρο σου, τελείωνες το 8ωρό σου, έφευγες. Δεν ήτανε μια δουλειά ανέμελη, δεν πειράζει και αν δεν προλάβω αυτο, το κάνω αύριο. Ητανε μια παραγωγη που έτρεχε, δεν μπορούσε να σταματήσει. Δηλαδή είμαστε επιφυλακή όλο το 24ωρο, αν γίνει κάτι. Μεγάλη υπευθυνότητα να μη γίνει κάτι, γιατί ήταν πολύ κοντά τα σπίτια, τα χώριζε ένας δρόμος.»

Από τη συζήτησή μου με τον Μπάμπη και τον Χρήστο, γρήγορα καταλαβαίνω ότι η εργασία στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν, για τους περισσότερους άνδρες κατοίκους της περιοχής, μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Αυτή την πορεία ακολούθησε και ο Θανάσης Αξυπόλητος, γέννημα θρέμμα Δραπετσωνίτης, που εργάστηκε στα Λιπάσματα τη δεκαετία του `70 και του `80. Πίνουμε έναν καφέ στη κουζίνα του σπιτιού του, και έχοντας για θέα τα πλοία της γραμμής που έχουν δέσει στο λιμάνι του Πειραιά, μου μοιράζεται τα βιώματά του.

Θανάσης Αξυπόλητος: «Μέναμε στις παράγκες, γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα εδώ, σχολείο εδώ. Και όταν απολύθηκα από στρατιώτης, μου έγινε πρόταση από έναν καθηγητή που είχα, σαν φοιτητής, ήταν στα Λιπάσματα εκείνος, και μου είπε αν ήθελα να μπω μέσα και φυσικά το κουβεντιάσαμε και είπα ναι. Ήμουνα στα Λιπάσματα ως μηχανικός και εργάστηκα 16 χρόνια, σε όλους τους χώρους και στους τομείς που ήταν της αρμοδιότητάς μου. Είχαμε γύρω στους 2500 εργαζόμενους μέσα στα Λιπάσματα και είχαμε και περίπου 82 εργολάβους, μηχανουργεία, πληθοδομές, πυρίμαχα, χυτήρια, ηλεκτρολογικά, ήτανε ένα γύρω γύρω κομμάτι που πραγματικά δούλευε. Υπήρχε ένα εστιατόριο που οι εργαζόμενοι τρώγανε, δηλαδή οι εργάτες τρώγανε με πολύ χαμηλό, δηλαδή, ξέρω ‘γω, 2 δεκάρες, 3 δεκάρες σε δραχμές, αν είχαμε τότε. Και οι υπάλληλοι πλήρωναν λίγο παραπάνω, μιάμιση δραχμή, ας πούμε. Το οποίο, τρώγαν όλοι, οι μάγειρες κανονικά, με εξαιρετικά φαγητά και είχε κι αυτή την παροχή. Συν ότι έδινε γάλα για τις εργασίες που κάνανε και τα λοιπά.»

Οι μνήμες των πρώην εργαζομένων του εργοστασίου με μεταφέρουν στο πρόσφατο παρελθόν των Λιπασμάτων, όμως νιώθω την ανάγκη να σκαλίσω το χρόνο και πιο πίσω, σε παλαιότερες δεκαετίες. Η Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου, μπορεί να μην ήταν η ίδια εργαζόμενη, αλλά ως ένα μικρό παιδί που μεγάλωσε μέσα στα οικήματα των Λιπασμάτων τη δεκαετία του `50, έχει κρατήσει στις μνήμες της όλες εκείνες τις κουβέντες των μεγάλων και, κυρίως, του πατέρα της, που εργαζόταν για πολλά χρόνια μέσα στο υαλουργείο.

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Λίγες γυναίκες δουλεύανε, πολύ λίγες, κι αυτές δουλεύανε μέσα στην εταιρεία Λιπασμάτων. Αλλά ήταν ελάχιστες. Οι υπόλοιπες, δουλεύανε οι άντρες τους, οι γυναίκες δεν συνηθιζόταν να δουλεύουνε τότε. Εκείνη την εποχή, τα Λιπάσματα είχανε 3000 κόσμο, απασχολούσαν δηλαδή 3000 κόσμο. Αυτοί που δουλεύανε μέσα, και ιδιαίτερα κάποιες ειδικότητες όπως ήταν οι γυαλάδες, αυτοί που κάνανε τα φυσηκτά, και το τζάμι, αυτοί που δουλεύανε στο τζάμι, που βγάζανε τζάμι. Το τζάμι ήτανε μονοπώλιο στα Βαλκάνια, στην εταιρεία, ήτανε απ’ τους πολύ καλά αμειβόμενους, να στο πω έτσι.»

Χρήστος Βλαβιανός: «Είχε προσφέρει πάρα πολλά και στην κατοχή και μετά και σε θέσεις εργασίας. Φαντάσου ότι, πριν το ‘55-65, αυτό δούλευε και επί κατοχής, το εργοστάσιο, ‘55-’65 είχε 2500 εργάτες στη βάρδια, είχε 3 βάρδιες, δούλευε συνέχεια. Όταν ξεκινάγαν να σχολάσουν οι εργάτες απ’ τα Λιπάσματα, φτάνανε στον Άγιο Διονύση ο πρώτος, και ο άλλος ακόμα δεν είχε βγει από τα Λιπάσματα. Τότε, είχε πάρα πολλά μαγαζιά γιατί υπήρχε χρήμα, υπήρχε χρήμα από τους εργαζόμενους και μπορούσες να έβλεπες και 18 κρεοπωλεία στη Δραπετσώνα, μπορούσες να έβλεπες πάρα πολλά ραφτάδικα. Είναι και ένα μέτρο που δείχνει ότι υπήρχε οικονομική ζωή τότε στη Δραπετσώνα.»

Οι μισθοί και οι παροχές που πρόσφερε η εταιρεία στους εργαζομένους της, ξεπερνούσαν κατά πολύ τις άλλες βιομηχανίες, και έτσι, η εργασία στα Λιπάσματα εμφανιζόταν πάντα ως μια άμεση λύση βιοπορισμού για πολλούς ανθρώπους της περιοχής. Δραπετσώνα και Λιπάσματα ζούσαν σε πλήρη αλληλεξάρτηση, και δεν είναι τυχαίο ότι η ταυτότητα του βιομηχανικού εργάτη συνόδευε αρκετές γενιές οικογενειών της πόλης, από τον παππού, στον πατέρα, στο γιο, και πάλι από την αρχή. Επί πολλές δεκαετίες, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων τάιζε τις οικογένειες των Δραπετσωνιτών, όμως σε αυτή την “εργασιακή κληρονομιά” υπήρχε και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Ο Θανάσης Αξυπόλητος μου μεταφέρει αναμνήσεις από τον πατέρα του, ο οποίος εργαζόταν στα Λιπάσματα, τα χρόνια της διοίκησης του Νικόλαου Κανελλόπουλου.

Θανάσης Αξυπόλητος: «Οταν βλέπαμε την Κανελλοπούλου, γέμιζε κόσμος και δεν υπήρχε άσφαλτος, ούτε αυτοκίνητα. Και ο Κανελλόπουλος πήγαινε με μόνιππο στο εργοστάσιο. Και επειδή κι εγώ είχα, από μαρτυρίες του πατέρα μου και όσους εργαζόντουσαν παλιοί εκεί μέσα, δεν ήταν η καλύτερη εικόνα του Νίκου Κανελλόπουλου ως προς τους εργαζόμενους. Υπήρχαν εργαζόμενοι απ’ έξω για να πιάσουν δουλειά, 100 άτομα, 150, 200, ξέρω ‘γω, τους πέταγε 2 δεκάρες που έκανε μια φασολάδα και πέφταν όλοι να την πάρουν και τους έλεγε αυτό αξίζετε όλοι εσείς. Ήταν άσχημη εικόνα, πολύ άσχημη. Και γι’ αυτό, ένα φεγγάρι που έκανα πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου, την Κανελλοπούλου την έχω ονομάσει Εθνικής Αντιστάσεως, με απόφαση συμβουλίου δηλαδή, του δημοτικού συμβουλίου, συμφωνήσανε, και τους είπα ότι η εθνική αντίσταση που έκανε ο ελληνικός λαός στους Γερμανούς είναι το καλύτερο που μπορεί να δώσουμε σε μεγάλη οδό, την κεντρική μας οδό, και να την πούμε Εθνικής Αντίστασης.»

Η έρευνά μου για τις δεκαετίες του ‘30 και του ‘40, με οδηγεί σε πολιτικά έντυπα και εφημερίδες, όπως ο Ριζοσπάστης και η Νέα Γενιά, όπου οι μαρτυρίες των εργατών ξεσκεπάζουν τη ζοφερή πραγματικότητα που κόχλαζε μαζί με τις μηχανές του εργοστασίου. «Κόλαση το μεγαλύτερο εργοστάσιο των Βαλκανίων», «Όχι σανατόρια για τους νέους γυαλάδες», «Τα παιδιά χάνουν την υγεία τους, μέρα με τη μέρα, για 300 δρχ.», είναι μερικοί μόνο από τους τίτλους που θα διαβάσει κανείς στις σελίδες των εντύπων της εποχής.

Ιδιαίτερα δύσκολες ήταν οι συνθήκες για τους εργάτες του υαλουργείου, όπου η κόπωση των πνευμόνων και οι υψηλές θερμοκρασίες ευθύνονταν για πολλά περιστατικά φυματίωσης, ενώ, λίγο πιο δίπλα, στις μονάδες της χημικής παραγωγής, οι αναθυμιάσεις και τα εγκαύματα ήταν μια καθημερινότητα για τους εργάτες, χωρίς να παρέχεται παρά ελάχιστη ιατρική βοήθεια από τη διοίκηση του εργοστασίου.

Θανάσης Αξυπόλητος: «Τα Λιπάσματα, μετά την ιδιοκτησία που τα πήρε ο Μποδοσάκης, ανακαινίστηκαν πλήρως γιατί πιο παλιά ήτανε σε πολύ κακά χάλια, γιατί το ξέρω και από τον πατέρα μου που εργαζόταν μέσα. Χάλια, με ρύπανση, με τα σταγονίδια των οξέων να τρυπάνε τις κάλτσες των γυναικών που εργαζόντουσαν μέσα κτλ. Όταν το πήρε ο Μποδοσάκης όμως, έκανε νέα κτίρια, νέες εγκαταστάσεις, έγινε πιο σύγχρονο το εργοστάσιο και ήτανε πολύ καλές οι συνθήκες.

Το 1946, τα ηνία του εργοστασίου αναλαμβάνει ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης. Τρία χρόνια αργότερα, το περίφημο αμερικανικό Σχέδιο Μάρσαλ, δίνει μια σημαντική οικονομική ανάσα στο εργοστάσιο και ο Μποδοσάκης προχωράει σε μια σειρά από βελτιώσεις του βιομηχανικού συγκροτήματος που ολοκληρώθηκαν σταδιακά μέχρι και τη δεκαετία του `70. Θα έλεγε κανείς πως ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός του εργοστασίου σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας εποχής, διασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων του. Ήταν όμως αυτός ο τρόπος που εξελίχθηκαν τα πράγματα; Ένας από τους πρώτους γιατρούς εργασίας που βρέθηκαν στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων, ο Μανώλης Βελονάκης, μου εξηγεί.

Μανώλης Βελονάκης: «Εκείνη την εποχή, μιλάμε για ένα εργοστάσιο το οποίο είχε παλιές εγκαταστάσεις και είχε μια υψηλή επικινδυνότητα, εργατικά ατυχήματα, αρκετά, έκθεση σε χημικούς παράγοντες, οι οποίοι με κάποιες συνθήκες είναι επιβλαβείς, και υπήρχε η ανάγκη να καλύπτονται, κυρίως έκτακτα περιστατικά, που αφορούσαν ατυχήματα στο χώρο του εργοστασίου. Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, ιδρύσαμε ένα ιατρείο το οποίο είχε νοσηλευτές σε 24ωρη βάρδια, γιατί 24ωρη βάρδια παραγωγής υπήρχε στο εργοστάσιο, και υπήρχε και ένα ασθενοφόρο με οδηγούς, πλήρωμα, δηλαδή, για όλο το 24ωρο, για να αντιμετωπίσουμε κυρίως επείγοντα περιστατικά. Πηγαίνοντας εκεί, είδα ότι, εκτός από τα επείγοντα οξεία περιστατικά υπήρχαν και χρόνιες επιδράσεις στην υγεία των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι, καθώς το σύστημα τότε της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας ήταν ανεπαρκές, και ακόμα σήμερα στην εποχή μας υπάρχουν βέβαια ελλείψεις, πολύ περισσότερο τότε, κατάλαβα ότι ο κόσμος αυτός είχε ανάγκη από μια πιο συστηματική επίβλεψη της υγείας του και έτσι στήσαμε μέσα στο ιατρείο κάποιες δραστηριότητες, για την εποχή εκείνη, θα ‘λεγα, πολύ πρωτοποριακές.»

Στην Ελλάδα, το νομοθετικό πλαίσιο γύρω από την ασφάλεια και την υγεία στη βιομηχανία παρέμενε για χρόνια ασαφές, επιτρέποντας την εργοδοτική ασυδοσία σε βάρος των εργαζομένων. Το ιατρείο των Λιπασμάτων ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και αποτέλεσε, πράγματι, μια καινοτόμα πρωτοβουλία, πραγματοποιώντας εξετάσεις και μετρήσεις στους εργαζομένους όλων των μονάδων, προκειμένου να διαπιστώσει πιθανές επιπτώσεις στην υγεία τους. Ποια ήταν όμως τα συμπεράσματά τους και ποια τα προβλήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν;

Μανώλης Βελονάκης: «Το τζάμι είχε προκαλέσει ατυχήματα εκείνη την εποχή. Είχαμε επίσης κάποια περιστατικά τραυματισμού λόγω της παλαιότητας των κτιριακών εγκαταστάσεων, πτώσεις, εργασία σε ύψος, υπήρχαν τέτοια ατυχήματα και είχαμε επίσης και περιστατικά διαρροής από ερεθιστικές ουσίες στους πνεύμονες κυρίως. Τα προβλήματα που είχαμε εντοπίσει ήταν κυρίως προβλήματα από ερεθισμό του αναπνευστικού. Και επίσης η παραγωγή των λιπασμάτων που ήταν έκθεση σε σκόνη και σε ερεθιστικά αέρια και μεταφορά φορτίων, γιατί τα σακιά τότε των λιπασμάτων ήταν 50 κιλά, και υπήρχε χειρωνακτική, υπήρχε κορδέλα μεταφοράς και φόρτωσης, αλλά πάντα υπήρχε και η χειρωνακτική συνδρομή των ανθρώπων που είχε καταπόνηση στην σπονδυλική στήλη. Μιλάμε τώρα για συνθήκες εργασίες πριν περίπου 50 χρόνια έτσι; Μισός αιώνας έχουν γίνει πάρα πολλά πράγματα και για ένα εργοστάσιο, το οποίο, μιλάμε για μισό αιώνα πριν, αλλά ήταν ένα εργοστάσιο το οποίο είχε ιδρυθεί πάνω από 100 χρόνια πριν, δηλαδή ήταν ήδη μια παλαιωμένη βιομηχανική εγκατάσταση με αρκετά προβλήματα.»

Οι δύο όψεις της εργασιακής πραγματικότητας του εργοστασίου αναδεικνύουν τις σχέσεις εξουσίας που η εργοδοσία εφάρμοζε μαεστρικά σε βάρος των εργαζομένων της. Όμως μαρτυρούν και κάτι ακόμα, τις συνεχείς διεκδικήσεις των ανθρώπων των Λιπασμάτων για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Το πρώτο σωματείο στήνεται το 1916. Δύο χρόνια νωρίτερα, είχε κατοχυρωθεί συνταγματικά το δικαίωμα στο συνδικαλισμό, γεγονός που έφερε στο προσκήνιο ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα που αφορούσαν την πολιτική της εργασίας.

Η Εταιρεία στάθηκε διαχρονικά απέναντι στους εργατικούς αγώνες με απειλές για εξώσεις από τις εργατικές κατοικίες, ενώ οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης ήταν συχνά στην εργοδοτική της ατζέντα. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσιεύματα εκείνης της εποχής, ο Νικόλαος Κανελλόπουλος είχε πει ότι προτιμούσε να κλείσει το εργοστάσιο, από το να αναγνωρίσει την ύπαρξη του σωματείου.

Η σκληρή στάση της εργοδοσίας δεν ήταν αρκετή για να εμποδίσει τους εργαζομένους των Λιπασμάτων. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, υπήρξαν μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες κάποιες φορές κρατούσαν για μήνες, ενώ άλλοτε οδηγούσαν σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των απεργών και των δυνάμεων καταστολής. Τα αιτήματά τους αφορούσαν την αναγνώριση του σωματείου, την εφαρμογή του 8ώρου, αυξήσεις στους μισθούς, και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Ακόμα και όταν ο Μποδοσάκης πήρε τη σκυτάλη της εργοδοσίας, το 1946, η συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων συνέχισε δυναμικά την πορεία της, με όποιο τρόπο και μέσο είχε στη διάθεσή της. Η Γεωργία έζησε στο πετσί της πολλές από τις εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες και μου περιγράφει το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή.

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Είχανε κάνει αρκετές φορές με μεγάλες απεργίες, αλλά όταν έφτανε ο κόμπος στο χτένι είχανε κάνει και πείνας. Αυτή που θυμάμαι εγώ, ήτανε το, το ‘63 πρέπει να έγινε, αυτή η μεγάλη που σου λέω. Πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου. Εκεί, τέλος πάντων υπήρχε ένας κινηματογράφος, σε αυτόν τον κινηματογράφο κάνανε την απεργία. Εγώ περνούσα από ‘κει για να πάω στο σχολείο, και έβλεπα τους ανθρώπους, όχι αυτούς που απεργούσαν μέσα, αυτοί ήτανε μέσα, τους άλλους που διαμαρτύρονταν απέξω. Μέσα σε αυτούς που απεργούσανε μέσα ήταν και ο πατέρας μου. Θυμάμαι τις κλούβες που είχαν απέξω. Παρόλα αυτά είχανε κερδίσει τότε, το είχανε καταφέρει.»

Οι αγώνες των εργαζομένων ενάντια στις αντεργατικές πολιτικές ήταν μαζικοί και διατήρησαν τον παλμό και την έντασή τους μέσα στην πάροδο του χρόνου. Οι ανάγκες για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και των μισθών οδήγησαν στη σύσταση περισσότερων σωματείων και τελικά στη δημιουργία του συνδικάτου των Λιπασμάτων, το οποίο εκπροσωπούσε όλα τα επιμέρους σωματεία.

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Συνδικαλιζόντουσαν πάρα πολύ, κάθε κλάδος που υπήρχε μέσα, είχε δικό του σωματείο. Είχανε και κάποια, ανάλογα με το που δουλεύανε, είχανε κάποια προνόμια, τα οποία δεν τους τα ‘χανε δώσει εύκολα, είχαν αγωνιστεί πολλοί άνθρωποι για να τα πάρουν αυτά τα πράγματα. Εγώ ξέρω πιο πολύ για τους γυαλάδες, γιατί ο πατέρας μου ήτανε γυαλάς. Ένα που είχανε πετύχει ήτανε να πάρουνε σε κάθε βάρδια, ο κάθε εργαζόμενος να παίρνει ένα μπουκάλι γάλα και να το πίνει, γιατί η δουλειά, δεν ξέρω αν ξέρεις πώς είναι η δουλειά του φυσηκτού γυαλιού, είναι πολύ δύσκολη και θεωρείται ανθυγιεινή. Και είχανε με κάποιους αγώνες είχανε πετύχει να παίρνουν αυτό, ένα μπουκάλι γάλα ο καθένας τους.»

Έχοντας πια μια στέρεη βάση, ο συνδικαλισμός και οι κινητοποιήσεις στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων παρέμειναν ισχυρά όπλα στα χέρια των εργατών σε όλα τα μετέπειτα χρόνια λειτουργίας του, αποδεικνύοντας πώς οι, συγκριτικά καλύτερες παροχές που λάμβαναν, δεν ήταν το καρότο της εταιρείας για να κρύψει το μαστίγιο, αλλά το αποτέλεσμα των δικών τους συλλογικών αγώνων.

Μπάμπης Αργυρόπουλος: «Βασικά υπήρχανε 15 σωματεία, είχε των λιπασμάτων, είχε το σωματείο του γυαλάδικου, και σε κάτι απεργίες, δηλαδή όταν έκανε απεργία το γυαλάδικο, μπορεί να μην έκανε απεργία το σωματείο των λιπασμάτων. Υπήρχανε κάποιοι συνάδελφοι τότε που αγωνιστήκανε για κάποιες αυξήσεις καλές, δεν μπορώ να πω, ανεξαρτήτως τι χρώμα υποστηρίζανε, για μένα ήτανε πολύ καλοί, για θέμα της αύξησης τότε που έδινε η εταιρεία.»

Κλείνοντας το κεφάλαιο της εργασιακής πραγματικότητας των Λιπασμάτων, είναι μάλλον προφανές πως η δουλειά στο εργοστάσιο δεν ήταν απλή υπόθεση. Το είδος της εργασίας που απαιτούνταν στις μονάδες των χημικών προϊόντων και του γυαλιού, αλλά και το ίδιο το περιβάλλον του εργοστασίου έθεταν καθημερινά σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων. Μπροστά στην πραγματικότητα της ανεργίας και της εξαθλίωσης, οι εργάτες περνούσαν χρόνια ολόκληρα μέσα στο εργοστάσιο, αλλά δεν παραδόθηκαν ολοκληρωτικά. Με όσα μέσα διέθεταν, προσπαθούσαν να αντιταχθούν στην εργοδοτική αυθαιρεσία, διεκδικώντας διαρκώς καλύτερες συνθήκες εργασίας τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους επόμενους. Και αν οι τελευταίοι τα βρήκαν καλύτερα, είναι γιατί προηγήθηκαν αγώνες δεκαετιών, όμως σε αυτούς θα τύχαινε ο κλήρος για να δώσουν τη σημαντικότερη μάχη απ’ όλες.

Αυτό ήταν το τρίτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.


Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας


ΠΗΓΕΣ

  • Ψηφιακό Αποθετήριο ΑΣΚΙ (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας)
  • Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Περιοδικού Τύπου)
  • Ε. Μαΐστρου, Δ. Μαυροκορδάτου, Γ. Μαχαίρας, Ν. Μπελαβίλας, Λ. Παπαστεφανάκη, Γ. Πολύζος, Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (1909-1993), Λιπάσματα Δραπετσώνας, Αθήνα 2007
Επεισόδιο 4: Το Τέλος Μιας Εποχής
Read the full transcription

Στο τέταρτο επεισόδιο ακούγονται οι:

  • Θανάσης Αξυπόλητος:Πρώην εργαζόμενος του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Χαράλαμπος Αργυρόπουλος: Πρώην εργαζόμενος του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Χρήστος Βλαβιανός: Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Πρώην Εργαζομένων των Λιπασμάτων και πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Εργαζομένων στα Λιπάσματα
  • Νίκος Μπελαβίλας: Καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Επιστημονικός Υπεύθυνος του προγράμματος για το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο των Λιπασμάτων Δραπετσώνας
  • Γιώργος Ταγουζής: Κάτοικος Δραπετσώνας

«Από το ‘92 που φεύγω κι εγώ από τα Λιπάσματα, αποχωρώ, μέχρι το ‘98, σιγά σιγά κλείνανε, μείνανε 200, 300, 400 εργαζόμενοι, μέχρι το οριστικό κλείσιμο, με πολλά προβλήματα, με αγώνες για να μη χάσουν τη δουλειά τους.»

«Εγώ πιστεύω ότι δεν θα υπήρχε κάτοικος που να μην ήθελε να κλείσει, όταν μολύνει κάτι. Δηλαδή εμένα, όπως είναι εδώ το σπίτι μου, έμπαινε μέσα, δηλαδή το φουγάρο ερχότανε μέσα εδώ. Εγώ δεν ήθελα μια καλύτερη ζωή τότε, για να είναι να φύγει;»

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η ζωή των Δραπετσωνιτών έπαψε να είναι όπως την ήξεραν. Το εργοστάσιο των Λιπασμάτων, που είχε ταυτιστεί για δεκαετίες με τον εργατικό κόσμο της περιοχής, βρισκόταν πλέον σε βαθιά κρίση. Αυτή η κρίση θα έφερνε στο προσκήνιο ένα δίλημμα που η κοινωνία της Δραπετσώνας θα έπρεπε να απαντήσει: Να φύγει ή να μείνει το εργοστάσιο;

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.

Η κατάληξη του εργοστασίου μπορεί να είναι σήμερα γνωστή, αλλά, για πολλούς, η απορία παραμένει. Πώς φτάσαμε μέχρι εκεί; Ο ασκός του Αιόλου για την απομάκρυνση του εργοστασίου δεν άνοιξε εν μία νυκτί. Πριν την καθοριστική δεκαετία του ‘90, είχαν προηγηθεί γεγονότα που οδήγησαν το εργοστάσιο σε παρακμή, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυαν και τη δυσαρέσκεια του κόσμου για τα Λιπάσματα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η διοίκηση του Πρόδρομου Αθανασιάδη-Μποδοσάκη σηματοδοτεί για το εργοστάσιο μια ανοδική πορεία. Η Εταιρεία Λιπασμάτων εκμεταλλεύεται τις αμερικανικές χρηματοδοτήσεις, αναπτύσσεται σε πολλούς τομείς της οικονομίας και εκσυγχρονίζει συνεχώς τις μονάδες των οξέων, των λιπασμάτων και του υαλουργείου. Οι εντατικές προσπάθειες τεχνολογικής ανάπτυξης του εργοστασίου διακόπτονται απότομα στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, γεγονός που οδηγεί στη σταδιακή υποβάθμισή του. Ο Χρήστος Βλαβιανός, πρώην εργαζόμενος στα Λιπάσματα, μου εξηγεί.

Χρήστος Βλαβιανός: «H προτελευταία ανακαίνιση των εργοστασίων, να φτιαξει καινούρια εργοστάσια ήταν το 1974 και μετά πρέπει να ήταν στο ‘81 το επόμενο. Εκεί σταμάτησε τεχνολογικά η εταιρεία. Γιατί το 1979, την περιόρισαν τότε ο δήμος, η νομαρχία, η κυβέρνηση, με ένα νόμο, τον 7474, που της απαγόρευε κάθε εκσυγχρονισμό προκειμένου να φύγει από το χώρο που είναι. Οπότε προτιμούσαν ένα χημικό ατύχημα στην περιοχή με θύματα, παρά να εκσυγχρονιστεί κάποιο κομμάτι, παρά να μπει ενα σχεδιάγραμμα, να πάει η εταιρεία κάπου αλλού. Και έμεινε με την τεχνολογία του ‘81 περίπου και πορεύτηκε με αυτή μέχρι το ‘99.»

Την ίδια περίοδο, η εταιρεία έρχεται αντιμέτωπη και με ένα ακόμα πλήγμα. Το 1979 πεθαίνει ο Αθανασιάδης – Μποδοσάκης, και μαζί του πεθαίνουν και τα… “ένδοξα” χρόνια των Λιπασμάτων. Μετά το θάνατό του, η εταιρεία μεταβιβάζεται στο Ίδρυμα Μποδοσάκη και το τιμόνι της διεύθυνσης αναλαμβάνει ο ανιψιός του, Αλέξανδρος Αθανασιάδης. Παράλληλα, όμως, η εταιρεία πρέπει να αντιμετωπίσει και μια σειρά από προκλήσεις, όπως αυτές προκύπτουν από τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της χώρας. Η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η κρίση της ελληνικής βιομηχανίας στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και οι εξελίξεις αποβιομηχάνισης που συντελούνται στην πορεία, δεν αφήνουν αλώβητα τα Λιπάσματα.

Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα θέτουν σε δεύτερη μοίρα τον πρωτογενή και η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα μειώνεται σημαντικά. Κράτος και τράπεζες αποσύρουν τη στήριξη που κάποτε έδιναν απλόχερα στην εταιρεία, και, ως αποτέλεσμα, τα επιτόκια δανεισμού αυξάνονται και οι φορολογικές ελαφρύνσεις διακόπτονται. Στο νέο αυτό καθεστώς, η βιωσιμότητα των Λιπασμάτων τίθεται, για πρώτη φορά, σε κίνδυνο.

Χαράλαμπος Αργυρόπουλος: «Επαιρνε θυμάμαι το εργοστάσιο τότε 1 εκατομμύριο δάνειο και η τράπεζα του έπαιρνε 36% επιτόκιο. Οπότε το εργοστάσιο κάποια στιγμή δε μπορούσε τα χρήματα αυτά που δανειζόταν να τα δώσει πίσω.»

Θανάσης Αξυπόλητος: «Όταν εγώ πέρασα κάποια στιγμή στο γραφείο παραγγελιών και προυπολογισμού, βλέπαμε ότι το κοστολόγιο των προϊόντων όπως ήτανε το λίπασμα, μας στοίχιζε περισσότερο και το πουλάγαμε λιγότερο. Αυτό ήταν γιατί ήταν επιδοτήσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η κατεύθυνση το να κλείσει κάποια στιγμή η εταιρεία, αντί να παίρνουμε τώρα, να έχουμε λιπάσματα δικά μας, παίρνουμε από τη Νορβηγία και από δεξιά κι αριστερά.»

Πέρα από τα νέα δεδομένα που απειλούν την ύπαρξη του εργοστασίου των Λιπασμάτων, υπήρχε και μια ακόμα ισχυρή συνιστώσα που η εταιρεία δεν μπορούσε να αγνοήσει. Για πάρα πολλά χρόνια, το εργοστάσιο μολύνει με απόβλητα τη θάλασσα της Δραπετσώνας, ενώ τα τοξικά αέρια των φουγάρων του, επιβαρύνουν τους πνεύμονες των εργαζομένων αλλά και των χιλιάδων κατοίκων της περιοχής. Το ‘70 και το ‘80, ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των εργοστασίων διεκδικεί τη θέση του στο δημόσιο διάλογο και διαμορφώνει νέες κοινωνικές αντιλήψεις για τη βιομηχανία. Όπως μου περιγράφει ο καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Νίκος Μπελαβίλας, οι άνθρωποι της Δραπετσώνας δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.

Νίκος Μπελαβίλας: «Τα Λιπάσματα έχουν δημιουργήσει ένα φαινόμενο που το 19ο αιώνα κανείς δεν το φανταζότανε. Παράγουν τεράστια ρύπανση μαζί με τα εργοστάσια των τσιμέντων δίπλα και με τις μικρότερες βιομηχανίες της Δραπετσώνας και του Αγίου Διονύση, τεράστια ρύπανση η οποία μολύνει τον οικισμό της Δραπετσώνας και τους χιλιάδες ανθρώπους που κατοικούν γύρω γύρω. Αυτό δημιουργεί, μαζί με τις σκληρές συνθήκες εργασίας, δημιουργεί μια κοινωνική αντίθεση πάρα πολύ ισχυρή απέναντι στα Λιπάσματα, δημιουργεί μια σύγκρουση η οποία θα καταλήξει στην απαίτηση του να κλείσει το εργοστάσιο.»

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις του εργοστασίου κορυφώνονται με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Αθανασιάδη, από τη 17 Νοέμβρη, το 1988. Το Ίδρυμα Μποδοσάκη είναι ήδη πνιγμένο στα χρέη προς το ελληνικό δημόσιο, και μόλις λίγα χρόνια αργότερα, τίθεται σε εκκαθάριση. Το 1992, η Εταιρεία Λιπασμάτων εξαγοράζεται και περνά στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας. Η Εθνική Τράπεζα ιδρύει την θυγατρική της Πρότυπο Κτηματική – Τουριστική ΑΕ και την ορίζει ως διαχειρίστρια της εταιρείας. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για το εργοστάσιο των Λιπασμάτων.

Με την εξαγορά από την Εθνική Τράπεζα, το 1992, ξεκινάει μια επταετία όπου αντίρροπες δυνάμεις μάχονται για το ποιο θα είναι τελικά το μέλλον του εργοστασίου. Πώς διαμορφώθηκαν οι ισορροπίες στα χρόνια αυτά; Ποιοι ήταν εκείνοι που ζητούσαν την απομάκρυνση του εργοστασίου και ποιοι αυτοί που το υπερασπίστηκαν;

Νίκος Μπελαβίλας: «Δύο ομάδες πάλεψαν για τη διάσωση του εργοστασίου. Η μια ήτανε μια ομάδα στελεχών του εργοστασίου, τεχνικών διευθυντών και χημικών μηχανικών οι οποίοι προσπάθησαν να το εξωραΐσουν, να το εκσυγχρονίσουν περιβαλλοντικά, ώστε να παράγει μειωμένη ρύπανση, και να μπορέσει να επιβιώσει δίπλα στην πόλη, τεχνολογικά εξοπλισμένο με τέτοιο τρόπο που δε θα δημιουργούσε πρόβλημα. Και η άλλη ομάδα ήτανε μια ομάδα η οποία ερχότανε κυρίως από το Πολυτεχνείο, το Εθνικο Ίδρυμα Ερευνών, αρχιτεκτόνων και ιστορικών και με τη βοήθεια του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής για τη βιομηχανική κληρονομιά, δηλαδή του κυρίου συμβούλου της UNESCO για τα βιομηχανικά μνημεία στον πλανήτη, οι οποίοι πιέσανε πάρα πολύ για τη διάσωση. Ο τρίτος πόλος που επίσης αντέδρασε ισχυρά ήταν οι ίδιοι οι εργάτες των Λιπασμάτων οι οποίοι πίεζαν στο να μην κλείσουν τα Λιπάσματα Δραπετσώνας. Αυτοί είναι οι 3 παίκτες που παλεύουν τη διάσωση, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Οι εργάτες για να σώσουν την εργασία τους, οι τεχνικοί διευθυντές για να δημιουργήσουν ένα νέου τύπου εργοστάσιο που θα μπορούσε να είναι βιώσιμο, και η επιστημονική κοινότητα για να διασώσει και την τεχνολογική παραγωγή μέσα στην πόλη, γιατί θεωρούσαν πια ότι η μαζική αποβιομηχάνιση της Αθήνας είχε αρχίσει να δημιουργεί πολύ μεγάλους θύλακες ανεργίας, πολύ μεγάλα κενά στις πόλεις με αποτελέσματα δραματικά για την εξέλιξη και ποιότητα του χώρου.»

Μια από τις σημαντικότερες συνέπειες που έφερε η υποβάθμιση των Λιπασμάτων ήταν οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων. Στις αρχές του ‘90, η μονάδα του υαλουργείου κλείνει, και μαζί της χάνονται χιλιάδες θέσεις εργασίας. Από τους 3500 εργαζομένους που απασχολούνταν στο εργοστάσιο, πλέον έμειναν οι 400. Στη νέα αυτή πραγματικότητα, οι εργαζόμενοι που έμειναν πίσω, αντέδρασαν συλλογικά στην προοπτική του κλεισίματος και πάλεψαν για να διατηρήσουν το εργοστάσιο ζωντανό. Έπρεπε να εξασφαλίσουν ότι η επόμενη μέρα δεν θα τους έβρισκε άνεργους.

Θανάσης Αξυπόλητος: «Από το ‘92 που φεύγω κι εγώ από τα Λιπάσματα, αποχωρώ, μέχρι το ‘98, σιγά, σιγά, κλείνανε, μείνανε 200, 300, 400 εργαζόμενοι, μέχρι το οριστικό κλείσιμο, με πολλά προβλήματα, με αγώνες για να μη χάσουν τη δουλειά τους.»

Χρήστος Βλαβιανός: «Κοίταξε να δεις, εργοδοσία δεν υπήρχε και το εργοστάσιο κρατήθηκε απ’ το σύλλογο των εργαζομένων, απ’ το σωματείο των εργαζομένων, επειδή η Εθνική Τράπεζα το δούλεψε λίγο και μετά λέει δεν το θέλω, προσπαθήσαμε και πλησιάσαμε την Αγροτική Τράπεζα, η οποία το νοίκιασε απ’ την Εθνική, το χρηματοδότησε να δουλέψει και πούλαγε εκείνη το λίπασμα που κάναμε παραγωγή εμείς. Η τότε κυβέρνηση δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα αυτό. Βγήκε ένα πρόγραμμα για λίγους, μετά καταφύγαμε στην Ευρώπη, δεν μας υποστήριζε κανένα κόμμα, ουτε το ΚΚΕ, η Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, και το ΚΚΕ εσωτερικού που ήταν τοτε, καμία υποστήριξη. Και βρήκαμε κάποια υποστήριξη, όχι κάποια, αρκετά μεγάλη, από την ΟΑΚΕ, αυτή ανέλαβε και πήγε το θέμα των εργαζομένων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην Επιτροπή Αναφορών. Μας διέθεσε δωρεάν δικηγόρο και ανέδειξε το θέμα των εργαζομένων. Βγαίναμε σε κανάλια ελληνικά και κόβανε την εκπομπή στον αέρα, δηλαδή ήμασταν στο κόκκινο πανί για αρκετό διάστημα.»

Οι εργαζόμενοι που παρέμειναν στο εργοστάσιο προσπάθησαν να φέρουν το θέμα των Λιπασμάτων στη δημοσιότητα και να διεκδικήσουν τη συνέχεια της λειτουργίας του. Παρόλα αυτά, στην κοινωνία της Δραπετσώνας, η άποψη των εργαζομένων αποτελούσε τη μειοψηφία. Για τους περισσότερους Δραπετσωνίτες και Δραπετσωνίτισσες, τα Λιπάσματα ήταν μια βαθιά πληγή που κατέστρεφε τον τόπο και την υγεία τους. Ο Γιώργος Ταγουζής γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δραπετσώνα, και μέχρι σήμερα, στα 58 του χρόνια, ζει εδώ. Τον συναντώ στο σπίτι του και το βλέμμα μου στρέφεται κατευθείαν προς το παράθυρο. Σε ελάχιστα μέτρα από το μπαλκόνι, βλέπω τα φουγάρα του τσιμεντάδικου, τα διυλιστήρια, και στο βάθος την καμινάδα των Λιπασμάτων.

Γιώργος Ταγουζής: «Σαν παιδάκι, οι συνθήκες που θυμάμαι εγώ, να παίζουμε μπάλα σε κάτι αυτοσχέδια γήπεδα εδώ πέρα, και όταν ελευθερωνότανε το οξύ που είχε μέσα η Εταιρεία Λιπασμάτων να σου κόβεται η αναπνοή, να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Από τον πατέρα μου, οι μαρτυρίες που μας έλεγε εδώ πέρα, γιατί μπορεί να μην πείνασε όλα αυτά τα χρόνια, γιατί του παρείχανε δουλειά εκεί πέρα μέσα, αλλά είχε άλλα προβλήματα. Αρρώστησε, γιατί εργαζόταν στα γεωργικά φάρμακα, τότε αυτά τα φτιάχνανε με τα χέρια, δεν υπήρχαν μηχανήματα. Αρρώστησε με το στομάχι του, με αυτά, και στο τέλος, όταν κόντευε για να πάρει τη σύνταξη, με το που συνταξιοδοτήθηκε, αρρώστησε και από καρκίνο.»

Ο πατέρας του Γιώργου δούλευε για τριάντα χρόνια στα Λιπάσματα και βγήκε στη σύνταξη ταλαιπωρημένος και άρρωστος. Ο ίδιος, δεν εργάστηκε ποτέ στο εργοστάσιο, όμως από μικρό παιδί ζούσε τη σκληρή πραγματικότητα που δημιουργούσαν τα Λιπάσματα στην περιοχή. Για το Γιώργο, η απομάκρυνση του εργοστασίου ήταν η προϋπόθεση για μια καλύτερη ζωή.

Γιώργος Ταγουζής: «Ως επί το πλείστον, ο πιο πολύς κόσμος είναι δυσαρεστημένος. Όπως και όταν έκλεισε, δηλαδή εγώ θυμάμαι παιδάκι να φωνάζουνε να κλείσουν τα Λιπάσματα που ‘χε τότε πόσος κόσμος και έτρωγε ψωμί, γιατί μολύνει την περιοχή, γιατί, γιατί, διάφορα. Εγώ πιστεύω ότι δεν θα υπήρχε κάτοικος που να μην ήθελε να κλείσει, όταν μολύνει κάτι. Δηλαδή εμένα, όπως είναι εδώ το σπίτι μου, έμπαινε μέσα, δηλαδή το φουγάρο ερχότανε μέσα εδώ. Εγώ δεν ήθελα μια καλύτερη ζωή τότε, για να είναι να φύγει;»

Στη συλλογική μνήμη των κατοίκων, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν η αιτία πολλών δυσκολιών που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μέσα στα χρόνια. Όταν πια υπήρχε η ρεαλιστική πιθανότητα του κλεισίματός του, τη δεκαετία του ‘90, η αντίθεση έγινε ακόμα πιο ισχυρή, το εργοστάσιο έπρεπε να φύγει. Από την πλευρά της, η τοπική αυτοδιοίκηση είχε επίσης ξεκαθαρίσει τη θέση της σχετικά με το μέλλον του εργοστασίου. Η δημοτική αρχή της Δραπετσώνας, που παρέμεινε ίδια σε όλη τη δεκαετία του ‘90, επέμενε στο κλείσιμο των Λιπασμάτων, έχοντας ως στόχο τη μελλοντική ανάπλαση της βιομηχανικής ζώνης της περιοχής. Οι πρώην εργαζόμενοι, Χρήστος και Θανάσης, μου περιγράφουν τη στάση του δήμου εκείνη την εποχή.

Χρήστος Βλαβιανός: «Ο δήμος έπαιρνε χρήματα από τη Δραπετσώνα, από τα εργοστάσια, αλλά δεν έκανε καμία επένδυση στο χώρο.Υπήρχε μια έντονη πολιτική των δήμων τότε, στο να κλείσει το εργοστάσιο.»

Θανάσης Αξυπόλητος: «Εκείνο το διάστημα, ήμουνα, ήμασταν αντιπολίτευση στο δήμο, και η κόντρα μας ήταν ότι έλεγα πρώτα οι εργαζόμενοι να τακτοποιηθούν, να βρούμε τρόπους, γιατί ήταν 2500 εργαζόμενοι. Εκτός απ‘ τους 2500 εργαζόμενους, είχε κι άλλα επαγγέλματα, ακόμα και ο μανάβης που ερχόταν απ’ έξω, αυτός που πούλαγε σάμαλι, που ήτανε μπουγάτσα, που ήτανε ο περιπτεράς, που ήτανε ο φούρναρης, δεν ήταν μόνο ένα κομμάτι, γύρω γύρω υπήρχαν κι άλλοι που εξυπηρετούνταν από τη Δραπετσώνα. Και, όχι να κλείσουν τα Λιπάσματα ήταν η τότε δημοτική αρχή. Νομίζω ότι ήταν πολιτική απόφαση, θυμάμαι ότι τότε είχαμε κάποιες κόντρες γιατί οι τρεις δήμοι, Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Πειραιάς θέλανε το κλείσιμο οριστικά του εργοστασίου και ενώ γινόντουσαν συσκέψεις πώς θα γίνει, τι θα γίνει, και ποιες δραστηριότητες μπορεί να βοηθηθούν ώστε να συνυπάρχουν και οι δήμοι και το εργοστάσιο, η κόντρα ήταν όχι, πρέπει να κλείσει, τελείωσε. Ηταν επιλογή, πολιτική επιλογή, πιστεύω και ευρωπαϊκή πολιτική, και δεν ήτανε μόνο τοπική επιλογή.»

Οι κυβερνητικές και διοικητικές αποφάσεις οδηγούν τελικά το εργοστάσιο σε οριστικό κλείσιμο το καλοκαίρι του 1999. Για πολλούς από τους κατοίκους της Δραπετσώνας, το τέλος των Λιπασμάτων ισοδυναμούσε με μια νέα αρχή. Πλέον, το όραμα για μια καλύτερη ποιότητα ζωής είχε πάρει σάρκα και οστά και η ανακούφιση ήταν, χωρίς αμφιβολία, μεγάλη. Ποιες ήταν όμως οι συνέπειες του κλεισίματος ενός εργοστασίου που υπήρχε στην περιοχή για τόσες δεκαετίες; Και, κυρίως, τι απέγιναν οι άνθρωποι των Λιπασμάτων;

Χαράλαμπος Αργυρόπουλος: «Εμένα εντάξει η ζωή μου άλλαξε γιατί, μη νομίζεις, υπήρχαν και άτομα τα οποία πεθάνανε όταν έκλεισε το εργοστάσιο, άλλοι χωρίσανε από οικογένειες. Εντάξει, άλλαξε λίγο πολύ. Κι εγώ έμεινα άνεργος κάποιο διάστημα, για να είμαι ειλικρινής, έμεινα κάνα χρόνο άνεργος, από ‘κει και ‘κει, ντάξει, λίγο πολύ, κάπου βρεθήκαμε, κάπου πήγαμε.»

Χρήστος Βλαβιανός: «Μπορώ να σου πω ότι οι πιο πολλοί που ζητάγανε να κλείσει, στο τέλος φύγανε από τη Δραπετσώνα, όταν έκλεισε, πήγανε κάπου αλλού, τα στελέχη που ήταν τα πιο μεγάλα. Ήτανε μια εμμονή στο να κλείσει. Αλλά υπολόγιζε ότι δούλευε ο Πειραιάς, η Δραπετσώνα, Κερατσίνι, δουλεύανε πάρα πολλές εταιρείες που προμηθεύαν το εργοστάσιο με ανταλλακτικά, ζούσαν, ας πούμε, κι άλλος κόσμος απ’ το εργοστάσιο. Ήταν ένα σημαντικό γεγονός. Φαντάσου ένα σπίτι να ξέρει ότι μπαίνει ένας μισθός και ξαφνικά να λέει κόβεται.»

Θανάσης Αξυπόλητος: «Η γύρω περιοχή του Πειραιά που είχε μηχανουργεία, λεβητοποιεία όλα αυτά έκλεισαν. Οι εργαζόμενοι σταμάτησαν να έχουν έσοδα, κατέληξαν κάποιοι να γίνουνε ταξιτζήδες, άλλοι φτάσανε στο σημείο να πάνε να πάρουν χαρτί από το Δαφνί για να πάρουνε σύνταξη, γιατί σε μεγάλη ηλικία, 56 – 60 χρονών, ποιός να τους πάρει, ενώ μέσα εκεί ήταν μηχανικοί, προϊστάμενοι είχαν πάρα πολύ καλή θέση και πολύ καλό μισθό έτσι, ο μισθός δεν συζητιέται. Όταν εγώ έφυγα από τα Λιπάσματα και πήγα στην εκπαίδευση, ο μισθός που πήρα θεωρούσα ότι ήταν χαρτζιλίκι.»

Ακόμα και όταν το εργοστάσιο έκλεισε οριστικά τις πύλες του, οι αγώνες των πρώην εργαζομένων δεν τελείωσαν. Για πολλά χρόνια, οι απολυμένοι των Λιπασμάτων διεκδικούσαν ένσημα για τη σύνταξή τους, αλλά και μέτρα οικονομικής στήριξης για τους ανέργους. Οι δικαστικοί τους αγώνες έφτασαν μέχρι τον Άρειο Πάγο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα οποία έκριναν παράνομες τις απολύσεις των εργαζομένων. Η δικαίωση όμως θα ερχόταν μετά από πολλά χρόνια.

Χρήστος Βλαβιανός: «Έφτασε η ελληνική κυβέρνηση, μέσα στην Επιτροπή Αναφορών στην Ευρώπη, να πει ότι διατηρούμε ακόμα το εργοστάσιο και δουλεύει. Και οταν βγήκε ο δικηγόρος των εργαζομένων και λέει: Απολύθηκε ο κόσμος με την τάδε απόφαση, γκρεμίστηκε το εργοστάσιο με την τάδε απόφαση. Βγήκε κάποιος κομισάριος εκεί και λέει: Υπάρχει κράτος που να προσπαθεί να παραπλανήσει την Ευρώπη και το κάνει αυτό εναντια στους εργαζόμενους, στους πρώην εργαζόμενους; Φτάσαμε μεχρι σ’ αυτό το σημείο. Ήταν ένα αρκετά μεγάλο σοκ, πάρα πολλά χρόνια κράτησε αυτό. Σκέψου οτι δικαιωθήκαμε από το ΙΚΑ, μετά από 23 χρόνια. Αυτη ήταν η συμπεριφορά του δημοσίου, να έχεις απολυθεί και να δικαιώνεσαι μετά από 23 χρόνια. Μετά από 10 χρόνια από το κλείσιμο, κάποιοι βουλευτές ζητήσανε συγνώμη στη Βουλή, ζητήσανε συγνώμη για τους εργαζομένους των Λιπασμάτων. Πέρασε μια δεκαετία, όχι για να το καταλάβουνε, δεν είχαν το θάρρος να το πούνε.»

Το οριστικό κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων, όπως άλλωστε και κάθε μεγάλης βιομηχανίας, είχε ευρύτερες επιπτώσεις που δεν αφορούσαν μόνο τους εργαζομένους. Τη δεκαετία του ‘90, δεν ήταν λίγοι οι εργάτες που τόνιζαν ότι το κλείσιμο του εργοστασίου θα έβλαπτε μακροπρόθεσμα την ελληνική κοινωνία. Σε ένα πλαίσιο μαζικής αποβιομηχάνισης, η διακοπή της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής φέρει οικονομικές συνέπειες για τους πολίτες και δημιουργεί συνθήκες πλήρους εξάρτησης από τις εισαγωγές. Η περίπτωση των Λιπασμάτων ήρθε να αποδείξει αυτήν ακριβώς τη δυσχερή εξέλιξη.

Χαράλαμπος Αργυρόπουλος: «Γιατί το τζάμι εκείνη την εποχή ήτανε μονοπώλιο και απ’ ότι έμαθα μετά, ότι όταν έκλεισε το τζάμι πήγε διπλάσια τιμή, τριπλάσια. Αν αγόραζες με 10 δραχμές, μετά αγόραζες με 30. Εμείς το ακριβότερο λίπασμα τότε είχε 5 χιλιάδες το τσουβάλι 50 κιλά, και τώρα έχει 25 κιλά, 50 ευρώ. Καμία σχέση δηλαδή οι τιμές οι τότε. Αλλά είπαμε ότι το εργοστάσιο θα μπορούσε να μείνει, ακόμα δηλαδή να δουλεύει με συμπιεστά λιπάσματα που δεν είχανε δηλαδή τόσο, ας πούμε, βρώμα, θα μπορούσε να μείνει να δουλεύουν 100 οικογένειες μέσα, να έχει 100 ανθρώπους να δουλεύουνε. Ας μην έκανε χημείες, ας πούμε, ας μην έβγαζε οξέα, αλλά λιπάσματα θα μπορουσε να ‘χε βγάλει, να είχε την αγορά τη δικιά μας εδώ. Να μην αγοράζουμε εμείς λιπάσματα απέξω, να υπήρχε μια εγχώρια παραγωγή δικιά μας.»

Θανάσης Αξυπόλητος: «Η ζωή προχωράει όλα πρέπει να γίνονται. Αυτό τελείωσε, πήγαμε στο παρακάτω, και μακάρι να ξαναβιομηχανοποιηθεί η χώρα γιατί δεν κάνει να μην κάνουμε τίποτα. Πρέπει κάτι να παράγουμε.»

Το κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων δεν ήταν μια εύκολη ή απλή υπόθεση. Οι συνέπειες του τόσο στο μικροεπίπεδο της ζωής των εργαζομένων όσο και στο πλαίσιο της ευρύτερης εγχώριας οικονομίας δεν μπορούν να αγνοηθούν. Από την άλλη, η συνέχιση της λειτουργίας του θα ήταν εξίσου ζημιογόνα για τους κατοίκους και το περιβάλλον. Η απόφαση στο δίλημμα πάρθηκε και πλέον, 25 χρόνια αργότερα, το εργοστάσιο ανήκει πια στο μακρινό παρελθόν. Πώς θυμούνται σήμερα οι κάτοικοι της Δραπετσώνας τα Λιπάσματα, που κάποτε ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της συλλογικής τους ταυτότητας;

Νίκος Μπελαβίλας: «Έχω την αίσθηση ότι, έχοντας ζήσει τα Λιπάσματα σχεδόν από το ‘70, μέσα από τις κινητοποιήσεις των κατοίκων για το κλείσιμο, ότι τα Λιπάσματα για την τελευταία γενιά των Δραπετσωνιτών, ήταν ένας κολασμένος τόπος. Σήμερα, θα δούμε αφηγήσεις νοσταλγικές, είναι ένα φαινόμενο το οποίο επαναλαμβάνεται στην ιστορία. Έχεις δηλαδή μια γενιά η οποία μάχεται για να αλλάξει κάτι, για να κλείσει κάτι, για να κατεδαφιστεί κάτι. Η Δραπετσώνα διεκδίκησε πάρα πολύ σκληρά το να εξαφανιστεί το εργοστάσιο των Λιπασμάτων και η νοσταλγία άρχισε την επόμενη μέρα, όταν πια είχε χαθεί το εργοστάσιο, τότε άρχισαν να βλέπουν στη Δραπετσώνα εικόνες, παλιές φωτογραφίες, τοιχογραφίες που απεικόνιζαν τα Λιπάσματα και ήταν εντυπωσιακό το πώς άλλαζε η κοινή γνώμη. Από τη στιγμή που ο εφιάλτης της ρύπανσης είχε φύγει, άρχισαν να θυμούνται τις καλές εκδοχές, δεν θυμόντουσαν πια την καταπίεση των εργατών, δε θυμόντουσαν τα μπλόκα των Γερμανών, δε θυμόντουσαν τη ρύπανση της θάλασσας, δε θυμόντουσαν τους χαρακτηρισμούς εναντίον του Μποδοσάκη και των βιομηχάνων. Θυμόντουσαν τα οικήματα ως έναν τόπο όπου οι εργάτες ζούσαν όντως καλύτερα απ’ ότι ζούσαν οι υπόλοιποι Δραπετσωνίτες στους παραγκομαχαλάδες στην Κρεμμυδαρού και στο Καστράκι. Θυμόντουσαν την υψηλή τεχνολογία η οποία ήταν πρωτοφανής για τα μέτρα ακόμα και της πειραϊκής βιομηχανίας, θυμόντουσαν τους ρυθμούς της τακτικότητας, του μεροκάματου. Όμως αυτό δεν παύει να είναι μια, ουσιαστικά, δεύτερη αφήγηση, αυτή η νοσταλγική αφήγηση που έρχεται μετά το τέλος μιας εποχής. Τη θυμάσαι με νοσταλγία, τη θυμάσαι με γλυκύτητα και όχι με τον απόλυτο εχθρικό τρόπο που τη βίωνες τα χρόνια που υπήρχε.»

Η ύπαρξη μιας βαριάς χημικής βιομηχανίας δίπλα στα σπίτια των κατοίκων, είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερα περίπλοκο που δημιουργεί συχνά κοινωνικά διλήμματα, ακόμα και αν οι αποφάσεις λαμβάνονται με πολιτικούς ή οικονομικούς όρους. Στην περίπτωση των Λιπασμάτων, μπορεί οι εργασιακές συνθήκες να ήταν ιδιαίτερα σκληρές, όμως οι ζωές των χιλιάδων εργαζομένων, ιδιαίτερα των μεγαλύτερων, που δούλευαν για πάρα πολλά χρόνια, άλλαξαν ριζικά μετά το κλείσιμο του εργοστασίου, και όχι απαραίτητα προς το καλύτερο. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία της Δραπετσώνας, χρόνια επιβαρυμένη από την πραγματικότητα της ρύπανσης, μπορούσε πια να διαπραγματευτεί ένα καλύτερο μέλλον. Για την ακρίβεια, μπορούσε πια να απωλέσει την ταυτότητα της υποβαθμισμένης εργατούπολης και να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα θέτωντας πια, τους δικούς της όρους.

Αυτό ήταν το τέταρτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.


Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας

Επεισόδιο 5: Τα Χρόνια της Σιωπής
Read the full transcription

Στο πέμπτο επεισόδιο ακούγονται:

  • Βασίλης Τσίγγερης: Αντιδήμαρχος του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας
  • Χρήστος Βρεττάκος: Δήμαρχος του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας
  • Νίκος Μπελαβίλας: Καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Επιστημονικός Υπεύθυνος του προγράμματος για το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο των Λιπασμάτων Δραπετσώνας
  • Γιώργος Ανδρεαδάκης: Αρχιτέκτονας και επιβλέπων του έργου του Πολυχώρου Λιπασμάτων

«Υπήρχανε πάρα πολλά μπάζα, υπήρχανε σκουπίδια, υπήρχανε απορρίμματα, υπήρχανε μαντρότοιχοι τα οποία εμποδίζανε τη διέλευση του κόσμου στο να κατέβει κάτω.»

«Από την επόμενη μέρα λοιπόν που πετύχαμε αυτά τα δύο θετικά πράγματα, χρήσεις γης και την παραχώρηση του κομματιού που μας δόθηκε, πήραν φωτιά τα πόδια μας.»

Το 1999, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων έκλεισε οριστικά τις πύλες του, ακριβώς 90 χρόνια μετά την ίδρυσή του. Το κλείσιμό του ήταν για πολλούς από τους ανθρώπους του τόπου το τέλος μιας σκληρής εποχής, αλλά και η ευκαιρία για μια καινούρια αρχή που, αυτή τη φορά, θα ήταν προς όφελός τους. Η ιστορία όμως εξελίχθηκε διαφορετικά, απ’ ότι την οραματίζονταν.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.

Η σταδιακή αποβιομηχάνιση της χώρας μαζί με τις κυβερνητικές αποφάσεις και τη στρατηγική της καινούριας πλέον ιδιοκτήτριας, Εθνικής Τράπεζας, οδηγούν το εργοστάσιο σε οριστικό κλείσιμο το 1999. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα Λιπάσματα αποτελούσαν ένα τεράστιο βιομηχανικό συγκρότημα, με περισσότερες από εκατό μονάδες, δείγματα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και τεχνολογικού εξοπλισμού. Ποια ήταν τελικά η μοίρα των Λιπασμάτων; Ο καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Νίκος Μπελαβίλας μου απαντά.

Νίκος Μπελαβίλας: «Το τέλος του εργοστασίου είναι το 2003, ο Αύγουστος του 2003, όταν κατεδαφίζεται σχεδόν ολοσχερώς, παρά τις προτάσεις για διάσωση μεγάλων τμημάτων από τα 100 και περισσότερα κτίρια που υπήρχαν μέσα. Χάνονται σπουδαία μνημεία της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, οι θολωτές κατασκευές του Αλέξανδρου Ζαχαρίου, οι μονάδες οι μεγάλες των οξέων, λεηλατείται το υαλουργείο, οι φούρνοι του πουλιούνται σε πυρότουβλα με το κομμάτι, τα κτίρια γκρεμίζονται και θάβονται επί τόπου.»

Το εργοστάσιο που είχε αποτελέσει τοπόσημο για τη βιομηχανική ιστορία της Δραπετσώνας εξαφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από την εικόνα της πόλης, μέσα σε ένα βράδυ. Η διάσωση των ελάχιστων εγκαταστάσεων οφείλεται κυρίως στη δραστηριοποίηση των επιστημονικών μονάδων και φορέων που άσκησαν πιέσεις για τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς του τόπου. Το τοπίο άλλαξε δραματικά, και ενώ απελευθερώθηκε μια μεγάλη παραθαλάσσια έκταση, η βιομηχανική ταυτότητα του χώρου που μετρούσε ήδη έναν αιώνα ύπαρξης, είχε οριστικά χαθεί. Ακόμα και τα ελάχιστα κτίρια που κρίθηκαν διατηρητέα εγκαταλείφθηκαν, βανδαλίστηκαν, και μετατράπηκαν σιγά σιγά σε ερείπια. Από την πλευρά τους, ο αντιδήμαρχος, Βασίλης Τσίγγερης, και ο δήμαρχος του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, Χρήστος Βρεττάκος, μου περιγράφουν το πώς κατέληξε τελικά η περιοχή που κάποτε δέσποζε το εργοστάσιο των Λιπασμάτων.

Βασίλης Τσίγγερης: «Υπήρχανε πάρα πολλά μπάζα, υπήρχανε σκουπίδια, υπήρχανε απορρίμματα, υπήρχανε μαντρότοιχοι τα οποία εμποδίζανε τη διέλευση του κόσμου στο να κατέβει κάτω. Αυτό όλο ήτανε στην ευθύνη και της Εθνικής Τράπεζας η οποία όλα αυτά τα χρόνια άφησε την περιοχή και τα βιομηχανικά κτίρια που είχανε παραμείνει, και ήτανε ιστορικά κτίρια, βιομηχανικά, να γίνουνε ερείπια, να γίνουνε σημεία εγκατάλειψης και πολλές φορές, κυρίως τα κτίρια αυτά τα οποία είχανε μέσα και εξοπλισμούς, να αφεθούν στο έλεος διαφόρων ατόμων που τα λεηλάτησαν και τα έκλεψαν.»

Χρήστος Βρεττάκος: «Ενώ θα μπορούσε να ήταν κάτι καλό για την πόλη, ήταν ένας κρανίου τόπος, δηλαδή βιομηχανικές εγκαταστάσεις χωρίς δραστηριότητα, ερείπια, σκουπιδότοπος, και η ανάγκη των ανθρώπων να βρουν ελεύθερους χώρους να αποκτήσουν διέξοδο προς τη θάλασσα, γιατί, παρότι μας περιτριγυρίζει η θάλασσα, εμείς δε μπορούσαμε να την πλησιάσουμε για πάρα πολλές δεκαετίες. Ήτανε στα ενδιαφέροντα των ανθρώπων τι θα γίνει στην περιοχή των Λιπασμάτων.»

Παρά τις δυσκολίες, οι κάτοικοι της περιοχής δεν εγκαταλείπουν το όραμα για μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Ήδη από τη δεκαετία του ‘90, εμφανίζονται οι πρώτες κινητοποιήσεις κατοίκων, ενώ στα χρόνια που ακολουθούν, οι διεκδικήσεις για χώρους πρασίνου και πρόσβαση στη θάλασσα γίνονται πια το συλλογικό αίτημα της πόλης.

Βασίλης Τσίγγερης: «Με το κλείσιμο αντίστοιχα υπήρχαν οι αντιδράσεις των εργαζομένων που έμειναν στο δρομο, που οικογένειες μείνανε χωρίς μεροκάματα, και υπήρχαν και οι άνθρωποι της πόλης και οι κάτοικοι που δεν εξαρτιόντουσαν από τη λειτουργία των εργοστασίων που άρχισαν να νιώθουν ότι κάτι άλλο συμβαίνει στην περιοχή τους, άρχισαν να έχουνε μια ελπίδα στο ότι θα δημιουργηθούν πάρκα, στο ότι θα γκρεμιστούν τα εργοστάσια και ότι θα υπάρχει μια διαφορετική ποιότητα ζωής. Γεγονός το οποίο φαίνεται και από τη δημιουργία συλλογικοτήτων και φορέων που δημιουργήθηκαν όλο εκείνο το διάστημα και άρχισαν να διεκδικούν την ανάπλαση όλου του χώρου. Υπήρχαν διάφοροι σχεδιασμοί, ποτέ όμως δεν είχαμε καταφέρει να έρθουν εις πέρας.»

Νίκος Μπελαβίλας: «Από κει και πέρα, αρχίζει να στήνεται κάτι καινούργιο που είναι ένα πολύ ισχυρό κίνημα που αυτό αγκαλιάζει όλη τη Δραπετσώνα και διεκδικεί πάρκο. Στήνεται μια μεγάλη επιτροπή για την ανάπλαση, κοινωνική επιτροπή. Αυτή η επιτροπή απ’ το 2003, 2004 μέχρι το μνημόνιο, δηλαδή περίπου μέχρι το 2010, λειτουργεί ασταμάτητα, οργανώνει διαδηλώσεις, οργανώνει εκδηλώσεις, οργανώνει δράσεις για το άπλωμα της ιδέας του μεγάλου πράσινου πάρκου στα Λιπάσματα. Προς τη δεύτερη φάση αυτής της περιόδου ιδρύεται άλλη μια επιτροπή η οποία έχει τις καταβολές της σε χώρους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κυρίως του Κερατσινίου και της Δραπετσώνας, η Επιτροπή του Ενιαίου Άλσους, η οποία διεκδικεί ακόμα περισσότερο αμιγώς πράσινο χωρίς καμία άλλη χρήση μέσα, σε αντίθεση με την πρώτη επιτροπή η οποία συζητάει και τα σενάρια ήπιων χρήσεων.»

Οι συλλογικές διεκδικήσεις των κατοίκων για τη δημιουργία ενός χώρου που θα έδινε ανάσα στην περιβαλλοντικά επιβαρυμένη περιοχή τους ήρθαν σε σύγκρουση με τα μεγάλα επιχειρηματικά πλάνα, που είχαν άλλα σχέδια για την έκταση των Λιπασμάτων. Το 2010, η Εθνική Τράπεζα προτείνει μέσω του προγράμματος Terra Posidonia και άλλων εναλλακτικών προτάσεων τη δημιουργία ενός σύγχρονου ναυτιλιακού κέντρου στη Δραπετσώνα, στα πρότυπα του βρετανικού City. Από την άλλη, το αναπτυξιακό πρόγραμμα του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς προόριζε τα Λιπάσματα για τόπο λιμενισμού και τουρισμού κρουαζιέρας. Ταυτόχρονα, αρχίζουν να εμφανίζονται στο προσκήνιο προτάσεις, άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε ανεδαφικές όπως η δημιουργία πίστας Formula 1, η οποία στηρίχθηκε ως πρόταση από ανεξάρτητους φορείς αλλά και την προηγούμενη δημοτική αρχή. Τα σχέδια αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, ενώ το μεγαλεπήβολο project της Εθνικής Τράπεζας βυθίστηκε μέσα στην οικονομική κρίση του μνημονίου και χάθηκε.

Μετά την κατεδάφιση του εργοστασίου, η πρώην βιομηχανική ζώνη των Λιπασμάτων παραμένει ως ένα άδειο οικόπεδο για πάνω από μια δεκαετία. Τα σχέδια για ναυτιλιακές επιχειρήσεις και υπηρεσίες λιμανιού καταρρέουν, το ίδιο συμβαίνει όμως και με τα αιτήματα των κατοίκων για ένα μεγάλο πράσινο πάρκο. Τα πράγματα παίρνουν μια νέα τροπή το 2014, όταν η δημοτική κίνηση των πολιτών Κερατσινίου-Δραπετσώνας, ο «Άλλος Δρόμος», που είχε δημιουργηθεί πριν λίγα χρόνια, αναλαμβάνει τα καθήκοντα της νέας δημοτικής αρχής.

Βασίλης Τσίγγερης: «Δώσαμε το πρώτο στίγμα μας με παρεμβάσεις μέσα στο χώρο της Εθνικής, από την πλευρά του Κράκαρη, της περιοχής Κράκαρη, με εκτενείς δενδροφυτεύσεις, παρόλο που υπήρχανε μεγάλες αντιδράσεις, υπήρχανε παρεμβάσεις από την Εθνική Τράπεζα, υπήρχε η αστυνομία και το λιμενικό οι οποίοι μας “κυνηγούσαν” στο να μην το κάνουμε αυτό και να φύγουμε από το χώρο, εμείς παραμείναμε εκεί, κάναμε δενδροφύτευση και στη συνέχεια κάναμε και συμβολικά την ορκωμοσία της νέας δημοτικής αρχής μέσα στο χώρο αυτό.»

Χρήστος Βρεττάκος: «Με το ξεκίνημα, από το 2014, πιάσαμε το νήμα από εκεί που το άφησαν οι άνθρωποι με τις κινητοποιήσεις τους όλα τα προηγούμενα χρόνια, και αποφασίσαμε ότι απ’ τις πρώτες προτεραιότητες που θα βάλουμε στη δημοτική μας πολιτική είναι να κατακτήσουμε αυτό το δημόσιο χώρο σε όφελος των ανθρώπων. Άρα από την αρχή, με το καλημέρα. Εκεί κάναμε την ορκομωσία μας το 2014, είχαμε καθαρίσει ένα μικρό κομμάτι σε έναν απέραντο σκουπιδότοπο και φαντάσου εμένα να λέω στους ανθρώπους ότι η πόλη ξεκινάει από εδώ και ότι αυτός ο χώρος οφείλει και πρέπει να μεταμορφωθεί. Όταν το έλεγα, λοιπόν, δεν το πίστευα. Σύντομα όμως άρχισε να παίρνει το δρόμο της αυτή η ιστορία.»

Μια από τις πρώτες και πιο καθοριστικές πρωτοβουλίες που σχεδίασε η νέα δημοτική αρχή, ήταν μια νομοθετική τροπολογία η οποία θα απαγόρευε την ύπαρξη βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην περιοχή και θα επέτρεπε μόνο συγκεκριμένες χρήσης γης για πράσινο, παιδεία, πολιτισμό, υγεία και αναψυχή. Παράλληλα, η συγκεκριμένη τροπολογία χαμήλωνε το συντελεστή δόμησης με στόχο να αποτρέπονται οι ιδιοκτήτες της γης από επιχειρηματικά πλάνα που θα πλήγωναν ξανά την πόλη, όπως είχε συμβεί άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν.

Στις 10 Μαρτίου του 2015, το δημοτικό συμβούλιο εγκρίνει το νομοθέτημα και λίγους μήνες αργότερα, η τροπολογία ψηφίζεται από την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η κατοχύρωση ενός τέτοιου θεσμικού πλαισίου έκλεινε το σκληρό κεφάλαιο της βιομηχανίας στην περιοχή και άνοιγε το δρόμο για την ανάπλαση της έκτασης των Λιπασμάτων με τρόπους που θα απαντούσαν στα πάγια αιτήματα των κατοίκων. Ως τραγική ειρωνεία, μόλις λίγους μήνες πριν από το ψήφισμα της τροπολογίας, και λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές του 2015, το νέο ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας – Αττικής, και μια κομβική υπουργική απόφαση θα έδιναν την οριστική άδεια για την εγκατάσταση και λειτουργία της εταιρείας Oil One στην περιοχή. Αυτή η εξέλιξη θα έφερνε μια καινούρια βιομηχανία στη Δραπετσώνα, επαναφέροντας όλες τις μνήμες της ρύπανσης που οι κάτοικοι νόμιζαν πως είχαν αφήσει πίσω τους.

Βασίλης Τσίγγερης: «Ξεκινώντας τις διαδικασίες και τις νομοθετικές ρυθμίσεις που γίνανε από το 2011 ουσιαστικά και μετά, μια παλιά εγκατάσταση δεξαμενών που ήτανε ανενεργή, πέρασε στα χέρια ενός επιχειρηματία και της εταιρείας της Oil One και άρχισε να λειτουργεί μέσα στα σπίτια μας.»

Χρήστος Βρεττάκος: «Δεν ήτανε καθόλου εύκολα. Δηλαδή, ενώ από τη μια είχε ξεπεραστεί, φαινομενικά, μάλλον φαινόταν ότι είχε ξεπεραστεί η διάθεση της κεντρικής διοίκησης να φορτώσει στην περιοχή νέες βιομηχανικές δραστηριότητες, για πάνω από 20 χρόνια δεν κινούνταν τίποτα, μια αδειοδότηση σε μια καινούρια βιομηχανική εγκατάσταση, τύπου Seveso που επεξεργάζεται πετρελαιοειδή, μέσα στα σπίτια των ανθρώπων. Δηλαδή υπήρχε αυτή η αντίφαση, από τη μια εγκατάλειψη για πάνω από 20 χρόνια, από την άλλη φάνηκε ότι ξαναέμπαινε σε μια λογική επαναβιομηχάνισης της περιοχής με πολύ πιο άσχημους όρους απ’ ότι πριν για το επόμενο διάστημα.»

Βασίλης Τσίγγερης: «Δεν είναι απλά μια βιομηχανική εγκατάσταση που για κάποιο λόγο εμείς έχουμε αντίρρηση και δε θέλουμε να λειτουργεί. Είναι κάτι το οποίο μας ξυπνάει παλιές αναμνήσεις, τραγικές, όταν δε μπορούσαμε να βγούμε στα μπαλκόνια μας γατί είχαμε οξύ και είχαμε τσιμέντο. Είναι αυτό που θεωρήσαμε ότι έχει περάσει, έχει τελειώσει και ότι ήρθαμε στην επόμενη μέρα για μια καλύτερη πόλη και μια καλύτερη ζωή, ήρθε πάλι αυτή η λειτουργία αυτής της εγκατάστασης να μας πει ότι δεν είναι έτσι. Συνεχίζουμε να ζούμε δηλαδή σε ένα περιβάλλον το οποίο έχει ρύπους, μας δυσκολεύει πάρα πολύ τη ζωή και πιθανόν θα έχει και πολλές επιπτώσεις στην υγεία μας μεσοπρόθεσμα.»

Η εκβιομηχάνιση επιστρέφει στην περιοχή των Λιπασμάτων και η Δραπετσώνα καλείται να αντιμετωπίσει μια εγκατάσταση επεξεργασίας υγρών πετρελαιοειδών αποβλήτων που θέτει ξανά το περιβάλλον και την υγεία των ντόπιων σε κίνδυνο. Παρά την ατυχή αυτή συγκυρία, αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων προς ικανοποίηση των επιχειρηματικών συμφερόντων, οι εξελίξεις που προκύπτουν στη συνέχεια, λειτουργούν με θετικό πρόσημο για την υλοποίηση του οράματος των πολιτών της Δραπετσώνας.

Το 2016, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά στην παραχώρηση της χερσαίας λιμενικής ζώνης του Πειραιά στην πολυεθνική ναυτιλιακή εταιρεία COSCO. Απαντώντας στα αντανακλαστικά των τοπικών φορέων και της περιφέρειας, η κυβέρνηση εξαιρεί από την απόδοση το παραλιακό μέτωπο της πρώην βιομηχανικής ζώνης των Λιπασμάτων, και το παραχωρεί στο Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Ο Γιώργος Ανδρεαδάκης, αρχιτέκτονας και επιβλέπων του έργου του Πολυχώρου Λιπασμάτων, και ο δήμαρχος Χρήστος Βρεττάκος, μου περιγράφουν τη σημασία αυτής της κομβικής απόφασης.

Γιώργος Ανδρεαδάκης: «Η παραχώρηση αυτή δημιούργησε μεγάλα ερωτήματα και μεγάλες προκλήσεις. Όπως γνωρίζετε, επί πολλά χρόνια ο λαός της Δραπετσώνας και του Κερατσινίου αγωνιζόταν να έχει μια πρόσβαση στη θάλασσα που παρόλο που είναι ένας δήμος που τα ⅔ του μετώπου του είναι παραθαλάσσια, δεν είχε ούτε ένα σημείο φυγής στη θάλασσα. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν μια μεγάλη μακροχρόνια επίτευξη αυτή η παραχώρηση που έγινε. Η δημοτική αρχή αμέσως ξεκίνησε τις σκέψεις για να μπορέσει αυτός ο πολυπόθητος, ας τον πούμε, καημός των ανθρώπων να ικανοποιηθεί.»

 

Χρήστος Βρεττάκος: «Στη σύμβαση παραχώρησης του ελληνικού κράτους προς την COSCO για το λιμάνι του Πειραιά, αυτά τα 86 στρέμματα δεν ήταν στην παραχώρηση, όμως υπήρχε μια υποσημείωση, ότι, αν σε 2 χρόνια οι χώροι που παραχωρήθηκαν στους δήμους δεν είχαν αξιοποιηθεί στην κατεύθυνση που όριζε η μη παραχώρηση, τότε η COSCO θα μπορούσε να επανέλθει. Άρα αν εμείς δεν κάναμε κάτι γρήγορα, θα είχαμε το αποτέλεσμα, όχι με ευθύνη της κεντρικής διοίκησης. Από την επόμενη μέρα λοιπόν που πετύχαμε αυτά τα δύο θετικά πράγματα, χρήσεις γης και την παραχώρηση του κομματιού που μας δόθηκε, πήραν φωτιά τα πόδια μας.»

Η νομοθετική αλλαγή των χρήσεων γης και η παραχώρηση στο δήμο των 86 στρεμμάτων του παραλιακού μετώπου των Λιπασμάτων, αναπτερώνει το ηθικό της πόλης που είχε ματαιωθεί με την πρόσφατη εγκατάσταση της βιομηχανίας πετρελαιοειδών. Πλέον, οι τοπικοί φορείς παίρνουν στα χέρια τους ένα χώρο, που θα μπορούσε να κάνει το όραμα των κατοίκων πραγματικότητα. Βασική προϋπόθεση ήταν πως μέσα σε δύο χρόνια από την απόφαση της παραχώρησης, θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί, έστω τμηματικά, η ανάπλαση της περιοχής. Διαφορετικά, η έκταση που με τόσο κόπο είχαν διεκδικήσει, θα αποδίδονταν στην εταιρεία COSCO. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ξεκινάει ένας δύσκολος αγώνας δρόμου για την ανάπλαση του χώρου των Λιπασμάτων.

Γιώργος Ανδρεαδάκης: «Η δημοτική αρχή σχεδίασε την σκέψη της αξιοποίησης, σε αυτό υπήρχε μια ενεργή συμμετοχή της τεχνικής υπηρεσίας στην οποία αρχιτεκτονικά δημιουργήσαμε ένα σχέδιο να γνωρίζουμε εκ των προτέρων σε ποιά σημεία και τι και πώς θα παρέμβουμε. Και δευτερευόντως έγιναν διάφορες συσκέψεις, εκ των ενόντων, να δούμε αν με τα συνεργεία του δήμου μπορούμε να υλοποιήσουμε πρακτικά αυτό το πρότζεκτ.»

Χρήστος Βρεττάκος: «Η δημοτική αρχή, οι εργαζόμενοι του δήμου και εγώ θέλω να τους το πιστώσω αυτό, πιστέψαμε ότι η περιοχή των Λιπασμάτων μπορεί να αποτελεί διέξοδο για την πόλη και με γρήγορους ρυθμούς καταφέραμε και κάναμε πράγματα, πρόσεξε, στα μέτρα ενός δήμου έτσι; Η παρέμβασή μας στα Λιπάσματα έπρεπε να έχει τα εξής χαρακτηριστικά: Το σεβασμό του παρελθόντος της έκτασης που σου μιλάει από μόνο του, πώς να στο πω, ταυτόχρονα, στη δική μας λογική, έπρεπε να ήταν μια λιτή παρέμβαση που να ταίριαζε στο χώρο, να μην πλήγωνε την ιστορία του, να τον καθιστούσε λειτουργικό και επισκέψιμο και ταυτόχρονα να ήταν και στα μέτρα τα δικά μας, όχι μόνο για να τον δημιουργήσουμε, αλλά και για να τον διατηρήσουμε έτσι όπως θα θέλαμε να τον διατηρήσουμε, ήταν μια πολύ σύνθετη κατάσταση.»

Στα τέλη του 2016, τα συνεργεία του δήμου δουλεύουν πυρετωδώς για να κερδίσουν το στοίχημα του χρόνου, αλλά και για να μην καταστρέψουν την ελπίδα που είχε αρχίσει να επιστρέφει ξανά στην πόλη. Η ανάπλαση του χώρου των Λιπασμάτων ήταν έναν έργο που υλοποιήθηκε, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην κατασκευή του, αποκλειστικά με δυνάμεις και πόρους του δήμου. Ο ρόλος των τεχνικών υπηρεσιών και των συνεργείων στάθηκε κομβικός σε αυτή τη συγκυρία. Η δημιουργία μπετοδρόμων, συστημάτων ύδρευσης, αποχεύτευσης, ηλεκτρισμού, ήταν αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας που αφορούσε κάτι πολύ περισσότερο από την υλοποίηση ενός οποιουδήποτε έργου. Ήταν η ενεργός και έμπρακτη συμμετοχή όλων όσων μπορούσαν να βάλουν το δικό τους λιθαράκι για ένα καλύτερο μέλλον στην πόλη. Σε κάθε περίπτωση όμως, ένα τέτοιο ριζοσπαστικό εγχείρημα δεν θα είχε μόνο υποστηρικτές. Ποιά ήταν τα εμπόδια που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι τοπικοί φορείς; Ποιοί ήταν εκείνοι που στάθηκαν απέναντι; Και κυρίως, θα κατάφερναν τελικά να εμποδίσουν την ανάπλαση των Λιπασμάτων;

Γιώργος Ανδρεαδάκης: «Στην υλοποίηση του σχεδίου είχαμε πάρα πολλά εμπόδια τα οποία τα παρακάμψαμε με χαρά και κέφι, ήτανε γραφειοκρατικά εμπόδια, ήταν εμπόδια ανθρώπων οι οποίοι δεν επιθυμούσανε αυτή την ανάπτυξη για τους δικούς τους λόγους. Ένα σοβαρό εμπόδιο που αντιμετωπίσαμε ήταν ότι κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης, η Εθνική Τράπεζα μας έκανε ασφαλιστικά μέτρα διαφωνώντας ότι αυτά που μας παραχωρήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση δεν ανήκαν στην ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή στο δημόσιο αλλά ανήκαν στην ιδιοκτησία της. Ο τρόπος και η μέθοδος όμως που είχαμε επιλέξει δεν ήτανε δυνατόν να μας σταματήσουνε, μάλλον να σταματήσουνε αυτή την ολοκλήρωση του έργου, δηλαδή εν γένει δεν τα κατάφεραν.»

Βασίλης Τσίγγερης: «Αυτό έγινε πάρα πολύ γρήγορα, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ο δήμος με δικά του μέσα μπήκε στο χώρο και ένα πολύ σημαντικό κομμάτι, τη βόρεια πλευρά του πάρκου, που σήμερα είναι τα θέατρα, τα γήπεδα, κτλ, έκανε πολύ γρήγορα παρεμβάσεις και μέσα στο χρόνο έκανε και την πρώτη του συναυλία στο χώρο. Δηλαδή, για πρώτη φορά ο χώρος άνοιξε προς το κοινό, προς τους πολίτες, ήρθαν τα παιδια να παίξουν στα γήπεδα, έγιναν θεατρικές παραστάσεις, έγιναν συναυλίες και από το πουθενά, από εκεί που η περιοχή ηταν εγκαταλελειμμένη, έγινε μια περιοχή που την επισκεπτόταν χιλιάδες κόσμος.»

Το κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων, το 1999, έφερε γεγονότα που απέκλιναν σημαντικά από τους αγώνες και τις διεκδικήσεις των κατοίκων για την περιβαλλοντική αναβάθμιση της περιοχής τους με χώρους πρασίνου. Το 2003, το μεγαλύτερο μέρος του βιομηχανικού συγκροτήματος των Λιπασμάτων κατεδαφίζεται εν μία νυκτί και ένα σημαντικό κεφάλαιο της βιομηχανικής ιστορίας του τόπου γίνεται στάχτες. Για πολλά χρόνια, η έκταση του εργοστασίου μετατρέπεται σε έναν εγκαταλελειμμένο και απέραντο σκουπιδότοπο που κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει. Σπασμωδικά, τα Λιπάσματα βρίσκονται στο επίκεντρο επενδυτικών πλάνων για real-estate, και ναυτιλιακές ή τουριστικές υπηρεσίες, όμως οι συγκυρίες θα ευνοούσαν για πρώτη φορά τους ανθρώπους του τόπου.

Οι αγώνες των κατοίκων και των τοπικών φορέων όλα τα προηγούμενα χρόνια αποδίδουν καρπούς και συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις ανοίγουν το δρόμο για να υλοποιηθεί το όραμά τους. Η μάχη είναι δύσκολη, όμως αυτή τη φορά, θα έβγαιναν νικητές. Κάπως έτσι, το 2017, γεννιέται ο Πολυχώρος Λιπασμάτων, και μαζί με αυτόν ξεκινάει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Δραπετσώνας.

Αυτό ήταν το πέμπτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και τον Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.


Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας

Επεισόδιο 6: Μια Ανάσα Ελευθερίας
Read the full transcription

Στο έκτο επεισόδιο ακούγονται:

  • Βασίλης Τσίγγερης: Αντιδήμαρχος του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας
  • Χρήστος Βρεττάκος: Δήμαρχος του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας
  • Σταυρούλα Συράκου: Πρόεδρος της δημοτικής επιχείρησης Κέντρο Διά Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας και εντεταλμένη πολιτισμού και αθλητισμού
  • Νίκος Μπελαβίλας: Καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Επιστημονικός Υπεύθυνος του προγράμματος για το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο των Λιπασμάτων Δραπετσώνας
  • Γιώργος Ανδρεαδάκης: Αρχιτέκτονας και επιβλέπων του έργου του Πολυχώρου Λιπασμάτων
  • Στέλλα Αφεντάκη: Κάτοικος του εργατικού οικισμού του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Γιώργος Ταγουζής: Κάτοικος Δραπετσώνας
  • Χρήστος Βλαβιανός: Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Πρώην Εργαζομένων των Λιπασμάτων και πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Εργαζομένων στα Λιπάσματα
  • Θανάσης Αξυπόλητος: Πρώην εργαζόμενος του εργοστασίου των λιπασμάτων

Για πολλές δεκαετίες, οι κάτοικοι της Δραπετσώνας είχαν ένα ανεκπλήρωτο όνειρο. Να μπορέσουν επιτέλους να φτάσουν στη θάλασσα που κρυβόταν πίσω από τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Με το κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων, η πόλη ήρθε ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό το όνειρο, όμως τα πράγματα δεν κύλησαν όπως θα ήθελαν. Για περίπου είκοσι χρόνια, τα Λιπάσματα μεταμορφώνονται σε έναν απέραντο σκουπιδότοπο και ο δρόμος για τη θάλασσα παραμένει κλειστός. Μια σειρά από πολιτικές αποφάσεις, αλλά και η επιμονή των ανθρώπων και των τοπικών φορέων αλλάζουν δραστικά τα δεδομένα. Έτσι, το 2017 γίνεται η χρονιά που η Δραπετσώνα συνειδητοποιεί πως το όνειρο έχει γίνει πια αληθινό.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.

Με την αλλαγή χρήσεων γης και την παραχώρηση του παραλιακού μετώπου της πρώην βιομηχανικής ζώνης των Λιπασμάτων, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για τη Δραπετσώνα. Αντιδρώντας άμεσα στις εξελίξεις, ο δήμος και τα συνεργεία του ξεκινούν τα έργα της ανάπλασης, προκειμένου να αξιοποιήσουν την έκταση που τους αποδόθηκε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αν έχαναν αυτό το στοίχημα, η ακτογραμμή της περιοχής των Λιπασμάτων θα περνούσε στην εταιρεία COSCO και το όραμα των ανθρώπων θα έπεφτε στο κενό. Μετά από πολλές εντατικές παρεμβάσεις, ο Πολυχώρος των Λιπασμάτων ανοίγει για πρώτη φορά τις πύλες του στους κατοίκους, το καλοκαίρι του 2017. Ο αντιδήμαρχος Βασίλης Τσίγγερης, και ο δήμαρχος Κερατσινίου – Δραπετσώνας, Χρήστος Βρεττάκος, μου περιγράφουν εκείνη την ιστορική ημέρα, αλλά και τη φιλοσοφία πίσω από το σημαντικό αυτό εγχείρημα.

Βασίλης Τσίγγερης: «Όταν ο κόσμος άρχισε να μπαίνει μέσα στον πολυχώρο ως επισκέπτης, εμείς κλαίγαμε. Δηλαδή βλέπαμε, χαρακτηριστικά, χιλιάδες κόσμο να έρχεται σε συναυλίες, στην πρώτη συναυλία συγκεκριμένα, και για μας ήταν κάτι το οποίο είχε ξεπεράσει τα όρια πλέον της φαντασίας μας και είχε γίνει πραγματικότητα.»

Χρήστος Βρεττάκος: «Οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας πια που δούλευαν στα Λιπάσματα, αν μπορούσα να σου μεταφέρω τη συγκίνηση όχι μόνο γιατί βρέθηκαν σε ένα χώρο που πέρασαν δεκαετίες από τη ζωή τους, τη συγκίνηση και για την αλλαγή του. Δηλαδή δεν έχω δει δυσαρέσκεια, στη φάση που είμαστε τώρα, είχα δει δυσαρέσκεια και οργή όταν η περιοχή ήτανε κρανίου τόπος, έτσι;

Βασίλης Τσίγγερης: «Υπάρχουν ώρες που ο κόσμος περπατάει καθημερινά, τρέχει, κάνει το ποδηλατο του, με τα παιδάκια του με τα ποδήλατα, στις κούνιες, είναι μια διέξοδος που δεν την είχαμε ποτέ.»

Μέσα σε ενάμιση χρόνο, η άλλοτε ερειπωμένη ακτογραμμή των Λιπασμάτων μετατρέπεται σε ένα χώρο με υπαίθριες αθλητικές εγκαταστάσεις, ποδηλατόδρομο, παιδικές χαρές, χώρους για πολιτιστικές εκδηλώσεις, και δημοτικά αναψυκτήρια. Γίνεται ένας τόπος – αποκομμένος από την επιχειρηματική λογική – τον οποίο οι άνθρωποι της περιοχής, και όχι μόνο, θα μπορούσαν να οικειοποιηθούν. Παράλληλα όμως, μέσα από τη δημιουργία του Πολυχώρου Λιπασμάτων, η πόλη μπόρεσε να κερδίσει και ένα πολύ βασικό στοιχείο της ύπαρξης και της ταυτότητάς της. Μετά από πολλές δεκαετίες και σκληρούς αγώνες, το όνειρο των ανθρώπων της Δραπετσώνας για πρόσβαση στη θάλασσα, γίνεται επιτέλους πραγματικότητα. Η Σταυρούλα Συράκου, πρόεδρος της δημοτικής επιχείρησης Κέντρο Διά Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, μου εξηγεί τη σημασία αυτής της εξέλιξης για τους κατοίκους της περιοχής.

Σταυρούλα Συράκου: «Υπήρχε πάντα ένα παράδοξο πριν τον Πολυχώρο Λιπασμάτων. Εμείς ζούσαμε σε κατοικίες τόσο στη Δραπετσώνα όσο και στο Κερατσίνι, δίπλα από τη θάλασσα, οι άνθρωποι δουλεύανε σε εργασίες που σχετίζονταν με τη θάλασσα, είτε στο λιμάνι, είτε στην ιχθυόσκαλα, είτε στις βιομηχανίες, ωστόσο ποτέ δεν είχαμε πρόσβαση στη θάλασσα, ήταν απαγορευμένη. Και αν δείτε τώρα από το Χατζηκυριάκειο μέχρι το Πέραμα, το μόνο κομμάτι θάλασσας που έχει αυτή την ελεύθερη πρόσβαση και έχει αυτόν το χαρακτήρα είναι ο Πολυχώρος Λιπασμάτων. Αυτό μπορεί για κάποιον ο οποίος μένει στην Κυψέλη να μην έχει και πολύ νόημα. Για τους κατοίκους όμως της πόλης είχε πολύ μεγάλο νόημα η πρόσβαση στη θάλασσα και η οικειοποίηση της θάλασσας με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο.»

Μαζί με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, εγκαινιάζεται και ένας πολιτιστικός θεσμός που έμελλε να φέρει στη Δραπετσώνα πλήθος κόσμου από ολόκληρη την Αττική. Το όνομά του εμπνέεται από την βαθιά σχέση της ταυτότητας της πόλης με τη θάλασσα. Η Σταυρούλα, ως εντεταλμένη πολιτισμού και αθλητισμού, ασχολείται ενεργά με τη διαχείριση του φεστιβάλ και μου περιγράφει το σκεπτικό πίσω από την ιδέα.

Σταυρούλα Συράκου: «Το Φεστιβάλ γεννήθηκε το 2017, ξεκίνησε μαζί με τα εγκαίνια του Πολυχώρου Λιπασμάτων. Το σκεπτικό ήταν αφενός ότι χρειαζόταν ένα γεγονός πολιτιστικό για να μπορέσει να προσελκύσει ο χώρος κόσμο από την περιοχή μας αλλά και από άλλες περιοχές. Και το δεύτερο ήταν ότι υπήρχε ένα κλίμα γιορτής στην πόλη και θέλαμε αυτό να το μεταδώσουμε με έναν τρόπο. Βέβαια η πρώτη συναυλία του φεστιβάλ ήτανε συναυλία διαμαρτυρίας. Διαμαρτυρίας απέναντι στις εγκαταστάσεις της Oil One οι οποίες είναι ακριβώς δίπλα από τον πολυχώρο Λιπασμάτων και οι οποίες έχουν πολύ μεγάλη περιβαλλοντική επιβάρυνση στην περιοχή. Επομένως, η γέννηση του φεστιβάλ συνδέεται πολύ έντονα και με τη διαμαρτυρία της πόλης για την Oil One.»

Το Φεστιβάλ στη Θάλασσα λειτουργεί ως βάση για τη συγκρότηση μιας νέας πολιτιστικής ταυτότητας για την πόλη, που συνδέεται μεν με το βιομηχανικό και εργατικό παρελθόν της, αλλά ανοίγει νέους ορίζοντες για το μέλλον. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι δημιουργήθηκε για να γεμίσουν τα Λιπάσματα ζωή. Με αυτόν τον τρόπο, η Δραπετσώνα θα μπορούσε να προσδιορίσει αυτόνομα τον χαρακτήρα της και να αντικρούσει τους επιχειρηματικούς κύκλους για επενδύσεις σε ναυτιλιακά κέντρα και υπηρεσίες κρουαζιέρας. Έπρεπε να γίνει κατανοητό πως τα Λιπάσματα θα άνηκαν, πρώτα και κύρια, στους ανθρώπους της.

Χρήστος Βρεττάκος: «Όλες οι παρεμβάσεις και όλη η δράση μας, είχε στόχο να πλημμυρίσει ο χώρος των Λιπασμάτων από κόσμο, ακριβώς γιατί αυτό θα ήταν η υπογραφή να μην τολμήσει κανείς να μας πάρει πίσω αυτό το χώρο γιατί, στο ξαναλέω, είναι φιλέτο για πολλούς. Για μας είναι πολύ σημαντικό ότι δεν έρχονται άνθρωποι μόνο από την πόλη, έρχονται από παντού. Μιλάμε για ένα χώρο που πάνω από 1 εκατομμύριο άνθρωποι το επισκέφθηκαν το 2023. Αυτό δείχνει και την εμβέλεια της παρέμβασής μας.»

Σταυρούλα Συράκου: «Μου είχαν μεταφέρει κάποια παιδιά, κάποια στιγμή, και νεότερα στην ηλικία, ότι λέγανε πάντα στις παρέες τους, όταν ήταν στο πανεπιστήμιο, από που είστε και απαντούσαν: Από τον Πειραιά. Γιατί κανείς δεν ήξερε που πέφτει η Δραπετσώνα. Ελάχιστος κόσμος, εκτός Πειραιά, γνωρίζει τη Δραπετσώνα. Και μου λέγανε ότι τώρα λέμε ότι είμαστε από τη Δραπετσώνα γιατί όλοι ξέρουνε που είναι η Δραπετσώνα. Αυτό για μένα έχει πολύ σημαντική υπεραξία για την πόλη.»

Από το 2017 μέχρι σήμερα, το πάρκο που βρίσκεται στην παλιά βιομηχανική ζώνη των Λιπασμάτων, είναι ένας χώρος που σφύζει από ζωή. Είναι ένας χώρος που κατάφερε να μαζέψει ανθρώπους από κάθε γωνιά της Αττικής και να αναδείξει την πολυδιάστατη ταυτότητα ενός τόπου που ήταν για καιρό στην αφάνεια. Τα δεδομένα μιλούν συχνά από μόνα τους, όμως με ενδιέφερε να μάθω και την άποψη των ίδιων των κατοίκων της Δραπετσώνας, ανθρώπων που έζησαν τα Λιπάσματα, από την εποχή του εργοστασίου μέχρι και σήμερα.

Γιώργος Ταγουζής: «Οτιδήποτε άλλο γίνεται πάλι καλό είναι έτσι, όταν φτιάχνεται κάτι αξιοποιείται μια περιοχή, όχι προσωπικά για μένα, για όλο τον κόσμο γίνεται αυτό. Τι να σου πω, μόνο και μόνο ότι είναι δωρεάν και πηγαίνει ο καθένας κάνει τη βόλτα του, πίνει τον καφέ του και κάθεται, είναι μεγάλη υπόθεση. Δηλαδή κάποιος να πάει, είναι, εγώ λέω πολλές φορές, είναι η χαρά του φτωχού, που πηγαίνει και κάθεται και απολαμβάνει να βλέπει τα καράβια να περνάνε, να κάθεται ήρεμος, να είναι καθαρά έτσι; Δηλαδή εγώ που έχω ζήσει, δεν πίστευα ποτέ αυτό που έγινε στα Λιπάσματα, που πολλοί το χρησιμοποιούν, έλα εντάξει, φτιάξανε ένα πάρκο. Ναι, αλλά εγώ που είμαι 58 χρονών, δεν πίστευα ποτέ ότι εκεί που ήταν ένα εργοστάσιο και πέρναγες απ’ έξω και δεν μπορούσες να πας, τώρα θα πηγαίνεις να κάθεσαι να πίνεις τον καφέ σου, να χαζεύεις και να έχεις την ηρεμία σου. Αυτά δεν τα πίστευες κάποτε. Τώρα έγινε πραγματικότητα.»

Χρήστος Βλαβιανός: «Από το χώρο των Λιπασμάτων λείπει ένα μουσείο των Λιπασμάτων, η ιστορία του. Ο άλλος θα πάει να πιει καφέ, αλλά θέλει να μάθει και την ιστορία του εργοστασίου, της Δραπετσώνας, πως ήτανε, όλα αυτά, το οποίο δεν υπάρχει.»

Στέλλα Αφεντάκη: «Μακάρι να τον γώριζα αυτόν τον δήμαρχο, θα του έλεγα με πόνο ψυχής, πώς όλα τα άλλα εργοστάσια έχουν κάνει το μουσείο τους, με τα παλιά τα εργαλεία και πώς τα Λιπάσματα, ένα εργοστάσιο, το μεγαλύτερο των Βαλκανίων, που έφαγε ψωμί χιλιάδες κόσμος, πώς το αφήσανε έτσι, πώς έγινε αυτό το πράγμα και έγινε μια έρημος. Πώς τα Λιπάσματα δεν μπόρεσαν να κάνουν ένα μουσείο. Πώς δεν κρατήσατε κάτι να μείνει για μας, για μας, που εμάς η καρδιά μας χτυπάει ακόμα, χτυπάει για τα Λιπάσματα.»

Η καθημερινή ζωή των κατοίκων της περιοχής αλλάζει προς το καλύτερο, όμως ένα σημαντικό κομμάτι της συλλογικής τους ταυτότητας δεν μπορεί να ξεχαστεί τόσο εύκολα. Το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν ένα μελανό κεφάλαιο στην ιστορία της πόλης, αλλά πολλοί άνθρωποι της Δραπετσώνας πέρασαν μέσα στα Λιπάσματα ολόκληρες ζωές. Εξαιτίας πολιτικών επιλογών, ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της ιστορίας καταστράφηκε μέσα σε μια νύχτα. Τι προδιαγράφει όμως το μέλλον για τη διατήρηση της ιστορίας του εργοστασίου των Λιπασμάτων;

Χρήστος Βρεττάκος: «Προφανώς εμείς δε θέλουμε να σβήσουμε την ιστορία των Λιπασμάτων, αντίθετα θέλουμε να την κρατήσουμε ζωντανή. Και είναι ένας χώρος που για δεκαετίες, άνθρωποι με τον ιδρώτα και το αίμα τους κρατάγανε όρθιες τις οικογένειές τους και βοηθούσαν αυτή η χώρα να σταθεί στα πόδια της έτσι, ανεξάρτητα από το πώς εξελίχθηκε, δεν έχουν εκείνοι την ευθύνη.

Γιώργος Ανδρεαδάκης: «Το σχέδιο προβλέπει ότι το σιλό, που ήταν το ιστορικό σιλό, θα γίνει ένα πολύκεντρο πολιτιστικό, κυρίαρχα στοιχεία θα είναι για τη νεολαία και τις δραστηριότητες της. Τα σφαγεία, τα γνωστά, με την ιστορία που έχουνε θα γίνει ένας εκθεσιακός χώρος στο ένα του τμήμα και το άλλο θα έχει μια δραστηριότητα αναψυχής και θα μπορούμε στη στοά μέσα να δημιουργούμε θεατρικές παραστάσεις ή ενέργειες μουσικοχορευτικές στο χώρο και η σκέψη μας είναι για το τρίτο διατηρητέο που υπάρχει να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις να φιλοξενηθεί τμήμα του πανεπιστημίου ή να μετατραπεί σε χώρο πολιτιστικής δραστηριότητας.»

Η διεκδίκηση μιας νέας πραγματικότητας για τη Δραπετσώνα δεν σταμάτησε με το τωρινό πάρκο των Λιπασμάτων. Σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, οι τοπικοί φορείς προχώρησαν σε ένα ειδικό πολεοδομικό σχέδιο που δεν περιορίζεται στην ακτογραμμή, αλλά αφορά συνολικά τα 640 στρέμματα της έκτασης. Το σχέδιο περιλαμβάνει τη διατήρηση και επαναχρησιμοποίηση των βιομηχανικών κτιρίων του εργοστασίου, ενώ το συνολικό έργο στοχεύει σε μια αναβάθμιση μεγάλης κλίμακας όχι μόνο για τη Δραπετσώνα και το Κερατσίνι αλλά και τον ευρύτερο Πειραιά.

Νίκος Μπελαβίλας: «Το συνολικό σχέδιο, το ειδικό πολεοδομικό σχέδιο προβλέπει ένα μίγμα χρήσεων από τα 640 στρέμματα, περισσότερα από 300 γίνονται αμιγείς χώροι πρασίνου, προτείνεται η διατήρηση μεγάλων μνημείων που δεν έχουν κηρυχθεί ακόμα, όπως το τσιμεντάδικο, και η συμπλήρωση των υπαρχόντων, του υαλουργείου, του ινστιτούτου, του ταινιόδρομου Κράκαρη και των υπολοίπων. Αυτο σημαίνει ότι έχουμε περίπου 60 χιλιάδες τετραγωνικά υπαρχόντων ιστορικών κτιρίων που μπορούν να δεχτούν εξαιρετικά ωραίες χρήσεις πολιτισμού, αναψυχής, εκπαίδευσης, έρευνας, και ελεγχόμενης μικρής κλίμακας τουρισμού. Το Ινστιτούτο Γεωργίας και Χημείας Νικόλαος Κανελλόπουλος, το σχεδιο του Πολυτεχνείου και του δήμου Δραπετσώνας – Κερατσινίου προβλέπει να μετατραπεί σε κέντρο έρευνας και περιβαλλοντικού ελέγχου του λιμανιού του Πειραιά, το δε συγκρότημα των πετρελαιοειδών που βρίσκεται στα δυτικά του τσιμεντάδικου με τις δεξαμένες, κατά τη γνώμη μας και σύμφωνα με το σχεδιασμό μπορεί να δεχτεί την ιατρική τη νοσοκομειακή μονάδα για τα παιδιά.

Σήμερα, οι συνθήκες ζωής στη Δραπετσώνα απέχουν πολύ από την ασφυκτική πραγματικότητα που δημιουργούσε το εργοστάσιο των Λιπασμάτων και οι υπόλοιπες βιομηχανικές μονάδες. Παρόλα αυτά, η πόλη αντιμετωπίζει ακόμη σοβαρές περιβαλλοντικές προκλήσεις, από τη ρύπανση του λιμανιού του Πειραιά και της ευρύτερης περιοχής. Σύμφωνα με περιβαλλοντικές μελέτες από το Εθνικό Αστεροσκοπείο, το Δημόκριτο, και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, οι δραστηριότητες ναυτιλίας, μεταφορών, εμπορευμάτων, και επεξεργασίας πετρελαιοειδών, επηρεάζουν κυρίως τη Δραπετσώνα και το Κερατσίνι. Τι σημαίνει αυτό για τους κατοίκους της πόλης;

Θανάσης Αξυπόλητος: «Η στεναχώρια μας είναι ότι αν βγούμε και δούμε απέναντι το Χατζηκυριάκειο, είναι μες το πράσινο και όλα τα κρουαζιερόπλοια, και αν δούμε εδώ μας φέρνουν όλα τα πλοία, με όλη τη ρύπανση που κάνουνε, που ενώ θα έπρεπε το 2023 να έχουν βάλει φίλτρα, όλα, για να μπορούν να κρατούν τους ρύπους αυτούς που εκπέμπουν, γιατί καίνε μαζούτ πολύ κακής ποιότητας, της χειρότερης ποιότητας το μαζούτ, γεμίζει ο τόπος. Αν δούμε ένα κρουαζιερόπλοιο, που είναι τεράστιο, τι βγάζει που είναι απέναντι στο Χατζηκυριάκειο, και ένα μικρό πλοίο της γραμμής Δωδεκανήσων τι βγάζει, θα καταλάβουμε τη διαφορά. Όλη αυτή έρχεται και μπαίνει στη Δραπετσώνα.»

Ως μια πόλη που αναπτύχθηκε με γνώμονα την εγγύτητα της στο λιμάνι του Πειραιά, η Δραπετσώνα δεν δοκιμάστηκε περιβαλλοντικά μόνο από το εργοστάσιο των Λιπασμάτων, αλλά και από πολλές ακόμα βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Οι περισσότερες από αυτές σταμάτησαν τη λειτουργία τους τη δεκαετία του ‘80 στα πλαίσια της αποβιομηχάνισης της Ελλάδας. Υπάρχουν όμως ακόμη ανοιχτές πληγές. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η Oil One. Οι μονάδες της παράγουν τοξικές ενώσεις που κάνουν αφόρητη την ατμόσφαιρα σε ολόκληρη την πόλη. Ο Γιώργος Ταγουζής και ο Βασίλης Τσίγγερης, και οι δύο κάτοικοι της Δραπετσώνας, μου περιγράφουν την εμπειρία τους.

Γιώργος Ταγουζής: «Όταν κάθεσαι στο σπίτι σου και ξαφνικά μυρίζει όλη η περιοχή εδώ πέρα, σε εμάς, κάθεσαι να φας, κάθεσαι με τα παιδιά σου έξω, με τα εγγόνια σου, κάνεις μια δουλειά, ο,τι και να κάνεις, και μυρίζει αποπνικτικά αυτό το πράγμα. Όταν τα κλείσαμε τώρα, να ξαναγυρίσουμε πάλι πίσω ξερω γω 50 χρόνια να πούμε ότι ναι, ήταν το εργοστάσιο και να ξανακάνουμε πάλι εργοστάσιο; Ο,τι ήταν υποβαθμισμένο, θέλεις κάτι καλύτερο δε θέλεις κάτι να γυρίσεις πίσω. Μια καλύτερη ζωή, γι’ αυτό δεν ψαχνει ο καθένας;»

Βασίλης Τσίγγερης: «Αυτή τη στιγμή θεωρούμε ότι είναι το πρωτεύον ζήτημα για την πόλη, το πρωτεύον πρόβλημα, είναι το πρόβλημα το οποίο πολλές βραδιές δεν αφήνει, όχι τους επισκέπτες του πολυχώρου απλά να κάνουν τη βόλτα τους και να παρακολουθήσουν τα δρώμενα μέσα στο χώρο, δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε στα σπίτια μας.»

Η πραγματικότητα των κατοίκων της Δραπετσώνας επιβαρύνεται καθημερινά από τις δραστηριότητες της συγκεκριμένης βιομηχανίας. Όμως, στην περίπτωση της Oil One, ελλοχεύουν κίνδυνοι πολύ μεγαλύτεροι. Με αφορμή ένα μεγάλο βιομηχανικό ατύχημα στην πόλη Seveso της Ιταλίας το 1976, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να ακολουθούν τη λεγόμενη οδηγία Seveso, για εγκαταστάσεις που αποθηκεύουν ή διαχειρίζονται μεγάλες ποσότητες επικίνδυνων ουσιών. Τι προβλέπει η συγκεκριμένη οδηγία για την Oil One;

Νίκος Μπελαβίλας: «Τα σενάρια Seveso για τη λειτουργία της Oil One δείχνουν ότι σε περίπτωση τεχνολογικού ατυχήματος όπως το λέμε, βιομηχανικού ατυχήματος, η ζώνη του ενός χιλιομέτρου θα επηρεαστεί άμεσα, δηλαδή θα μπουν σε κίνδυνο όλες οι ευάλωτες ομάδες και προφανώς ο γενικός πληθυσμός, απ’ τα παιδιά μέχρι τους ηλικιωμένους και το σύνολο των κατοίκων σε βάθος 1 χιλιομέτρου. Η ακτίνα του 1 χιλιομέτρου από τις εγκαταστάσεις της Oil One καλύπτει το 80% του Δήμου Κερατσινίου και Δραπετσώνας, φτάνει σχεδόν στον Άγιο Δημήτρη και αντιλαμβάνεστε τι πρόκειται να συμβεί αν έχουμε κάτι τέτοιο.»

Πίσω στο 2017, συγκεκριμένες κυβερνητικές αποφάσεις επιτρέπουν στην Oil One να παραμείνει στην περιοχή για τα επόμενα 20 χρόνια. Η Δραπετσώνα πρέπει, αυτή τη φορά, να αντιμετωπίσει μια βιομηχανική εγκατάσταση που όχι μόνο ρυπαίνει καθημερινά την ατμόσφαιρά της, αλλά, εξ αρχής, δεν θα έπρεπε να βρίσκεται μέσα στην πόλη λόγω της επικινδυνότητάς της. Τα σενάρια είναι δυσχερή, όμως κάτοικοι και τοπικοί φορείς δεν εγκαταλείπουν τη μάχη.

Σταυρούλα Συράκου: «Στις εκδηλώσεις του φεστιβάλ, από την άλλη, σε όλες τις συναυλίες, σε όλες γενικά τις εκδηλώσεις, ειδικά στις μεγαλύτερες, υπάρχουνε δράσεις που αφορούν στην απομάκρυνση των ρυπογόνων εγκαταστάσεων, τόσο της Oil One όσο και της Lafarge που βρίσκονται στην περιοχή όσο και των ΕΛΠΕ, των παλιών δεξαμενών των Ελληνικών Πετρελαίων οι οποίες ευτυχώς έχουν αρχίσει και απομακρύνονται σταδιακά. Αυτό επιτυγχάνεται και με το ότι αξιοποιείται ο χώρος του φεστιβάλ από το δήμο Κερατσινίου για να μεταδώσει τις αποφάσεις και τα μηνύματα μέσω κειμένων, μέσω ανακοινώσεων, μέσω ομιλιών κατά τη διάρκεια των μεγάλων συναυλιών. Όπως και το γεγονός το ότι καταφέραμε και μαζέψαμε χιλιάδες υπογραφές ακριβώς μέσα από τις συναυλίες, ανακοινώνοντας το πλαίσιο του δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας για την απομάκρυνση των βιομηχανικών εγκαταστάσεων.»

Γιώργος Ανδρεαδάκης: «Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχουμε διάφορες δραστηριότητες, κινητοποιήσεις, δραστηριότητες αντίθεσης με αυτό το πράγμα, δημοσιεύσεις του Τύπου, κάνουμε κατά περιόδους ό,τι μπορούμε και ό,τι είναι δυνατό από τη μεριά μας για την απομάκρυνση της Oil One. Πιστεύουμε ότι με την απομάκρυνσή της, θα υλοποιήσουμε ένα πολύ μεγάλο όνειρο, δηλαδή θα υπάρχει μια πλήρης αποβιομηχανοποίηση αυτής της περιοχής που τόσα δεινά έχει υποφέρει τα προηγούμενα πενήντα χρόνια. Είναι το τελευταίο μας αγκαθάκι. Θα τα καταφέρουμε.»

Χρήστος Βρεττάκος: «Να αλλάξει τους στίχους ενός αγαπημένου τραγουδιού των Δραπετσωνιτών, παρά το ότι αυτό φαίνεται ασέβεια, αλλά είναι η ανάγκη των ανθρώπων ότι στη Δραπετσώνα πια θα έχουμε ζωή. Οι άνθρωποι άμα κοιτάξεις γύρω σου θα δεις ότι το αλλάζουν το τραγούδι. Με αγάπη στην ιστορία της πόλης, με σεβασμό στους αγώνες των ανθρώπων, αλλά όχι, στη Δραπετσώνα και στο Κερατσίνι πια θα έχουμε ζωή.»

Από τα γεννοφάσκια της, η Δραπετσώνα ήταν μια κοινωνία εργατών που ζούσε στις παρυφές των βιομηχανιών που μόλυναν τον αέρα, τη γη, τη θάλασσά της. Οι άνθρωποί της μάθαιναν από την αρχή της ζωής τους, ότι το πεπρωμένο τους ήταν εγκλωβισμένο ανάμεσα σε βιομηχανικές μονάδες και φουγάρα. Όταν άρχισαν να συνειδητοποιούν το κόστος που έπρεπε να πληρώσουν, άρχισαν να οραματίζονται ότι κάποια στιγμή, η Δραπετσώνα θα γινόταν ένας διαφορετικός και πιο φιλόξενος τόπος. Η απομάκρυνση των εργοστασίων για μια καλύτερη ζωή ήταν ένα αίτημα που για δεκαετίες έμοιαζε ως μια άπιαστη ουτοπία. Έπειτα από πολλούς αγώνες, το κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων και η δημιουργία του Πολυχώρου ήρθε ως μια πολυπόθητη νίκη για τους ανθρώπους του τόπου, μια ανάσα ελευθερίας που την είχαν ανάγκη. Τώρα πια, η πόλη ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της, και ακόμα και αν υπάρχουν ανοιχτές πληγές, αυτό που έχει αποδείξει είναι πώς ξέρει να αντιστέκεται.

Αυτό ήταν το έκτο και τελευταίο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να ακούσετε όλα τα επεισόδια, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.


Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας

Pin It on Pinterest

Share This